-
1 Αυτομάτη
Αὐτομάτηfem nom /voc sg (attic epic ionic)——————Αὐτομάτηfem dat sg (attic epic ionic) -
2 αυτομάτη
αὐτόματοςacting of one's own will: fem nom /voc sg (attic epic ionic)αὐτοματέωimperf ind act 3rd sg (doric aeolic)αὐτοματέωpres imperat act 2nd sg (doric aeolic)αὐτοματέωimperf ind act 3rd sg (doric aeolic)——————αὐτόματοςacting of one's own will: fem dat sg (attic epic ionic) -
3 Αὐτομάτη
Βλ. λ. Αυτομάτη -
4 Αὐτομάτῃ
Βλ. λ. Αυτομάτη -
5 αὐτομάτη
Βλ. λ. αυτομάτη -
6 αὐτομάτῃ
Βλ. λ. αυτομάτη -
7 αὐτομάτη
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > αὐτομάτη
-
8 αὐτό-ματος
αὐτό-ματος ( μέμαα), fem. αὐτομάτη Xen. Oec. 20, 10; D. Sic. 2, 25 u. bei Dichtern, 1) aus eigenem Antrieb, freiwillig, ungeheißen, bes. bei den Verbis der Bewegung, ἦλϑε Il. 2, 408; Ar. Plut. 1190; von selbst, πρὸς ὑμᾶς τὰ μὲν ληφϑέντα, τὰ δὲ αὐτόματα ἥξει Thuc. 6, 91; αὐτόματα δεσμὰ διελύϑη Eur. Bacch. 447; βόες Ap. Rh. 1, 686, ohne Treiber. So von den sich selbst bewegenden Dreifüßen des Hephästos, Il. 18, 376; τὰ αὐτόματα, sich selbst bewegende Maschinen, Automaten; vgl. αὐτ. κοχλίας, Pol. 12, 13. – 2) von Pflanzen, von selbst wachsend, τὰ ἐν Ἕλλησι αὐτόματα ἄγρια φύεται Her. 2, 94; 8, 138; Plat. Theaet. 180 c; von der Erde, αὐτομάτη καρπὸν φέρει, ἀναδίδωσι, Hes. O. 118; Plat. Polit. 272 a. – 3) Es tritt der Begriff des Freiwilligen ganz zurück, u. wird nur das Zufällige bezeichnet, nach Arist. Phys. 2, 6 von τύχη (namentlich ἀπὸ τοῦ αὐτομάτου u. ἀπὸ τῆς τύχης) so unterschieden, daß es von willenlosen Dingen, bei denen keine Selbstbestimmung möglich ist, wie von Kindern, Thieren, auch ὁ τρίπους ἀπὸ τ. αὐτ. ἔπεσε gesagt wird; γίγνεσϑαι Dem. 1, 7; περιτυγχάνειν τινί Plat. Prot. 320 a; τὸ αὐτόματον od. ταὐτόματον, der Zufall, Lys. 6, 25 u. öfter; ἀπὸ τοῦ αὐτομάτου Thuc. 2, 77; von selbst, ἥκει αὐτόματα πάντα τἀγαϑά Diphil. Ath. IX, 370 e; auch αὐτόματα ϑεὸς ἀνίει τἀγαϑά Cratin. Stob. ecl. eth. 103, 11; cf. Diogen. 3, 15; zufällig, Ggstz διδακτὸν καὶ ἐξ ἐπιμελείας Plat. Prot. 323 c; vgl. Xen. Mem. 4, 2, 4; ἐκ ταὐτομάτου Pol. 10, 2; ϑάνατος αὐτόματος, natürlicher Tod, ohne andere Veranlassung, Lyc. 2, 29 u. sonst. – Adv. αὐτομάτως, von selbst; ungegründet, Theocr. 21, 26; zufällig; αὐτομάτην Diod. Sic. 2, 25. S. auch αὐτοματεί.
-
9 Αυτομάτας
-
10 Αὐτομάτας
-
11 σαλεύω
σαλεύω, 1) bewegen, schwingen, schwankend machen, erschüttern; σαλεύει χειμὼν οὐδεὶς τὰς ἀγκύρας, Pythag. bei Stob. Floril. 1, 9; ἵππον, Lucill. 95 (XI, 259); pass. sich bewegen, χϑὼν σεσάλευται Aesch. Prom. 1083, u. oft in der Anth.: πρὸς χεῖρα σαλευομένη, Strat. 3 (XII, 3); πυγὴ αὐτομάτη σαλευομένη, Rufin. 2 (V, 35); ἐκ Βρομίου γυῖα σαλευόμενος, M. Argent. 17 (XI, 126); σκύφος, ᾡ σεσάλευμαι, Phani. 1 (XII, 31). – Uebertr., τὴν ἀλήϑειαν, ἀπόδειξιν, S. Emp. adv. log. 2, 56. 339 u. öfter. – 2) intr., in unruhiger Bewegung sein, schwanken; bes. vom Schiffe, ἡ ναῠς σαλεύει, σαλεύει ἐπ' ἀγκυρῶν, das Schiff schaukelt, dem Winde ausgesetzt, indem es auf offenem Meere vor Anker liegt; auch κάλαμον ὑπ' ἀνέμων σαλευόμενον, Matth. 11, 7. – Dah. übertr., πόλις γὰρ ἤδη ἄγαν σαλεύει, Soph. O. R. 23, wo der Schol. bemerkt ἡ μεταφορὰ ἀπὸ τῶν χειμαζομένων νεῶν, ἐν μεγάλῳ κλύδωνί ἐστιν, also unruhig, unglücklich sein; vgl. El. 1063; ὅταν σαλεύῃ πόλις, Eur. Rhes. 248; so auch in Prosa, ἐν νόσοις ἢ γήρᾳ σαλεύοντες, Plat. Legg. XI, 923 b, vgl. tim. 79 e; auch in eitler, hoffährtiger Bewegung und Haltung einhergehen, einherstolziren, wie σαλακωνεύω, vgl. Xen. Cyr. 2, 4, 6. – In unruhiger Gemüthsstimmung sein, sich fürchten, ὑπὲρ ἑαυτοῦ, Suid. v. Πυϑαγόρας Ἐφέσιος.
-
12 αυτόματος
η, ο [ος, ον ]1) самопроизвольный; 2) автоматический;αυτόματο τηλέφωνο — телефон-автомат;
αυτόματα όπλα — автоматическое оружие;
αυτόματη προσγείωση — автоматическое приземление;
-Ή προσεδάφιση автоматическая посадка (на другие планеты);αυτόματ διαπλανητικός σταθμός — автоматическая:
межпланетная станция -
13 σύμπλεξη
[-ις (-εως)] η1) сплетение; 2) сцепление, сцепка;αυτόματη σύμπλεξη — автоматическая сцепка
-
14 σύνδεση
[-ις (-εως)] η1) связь;ψυχική σύνδεση — привязанность;
σύνδεση της θεωρίας με την πρακτική — связь теории с практикой;
μέσα σύνδέσεων — средства связи;
χάνω τη σύνδεση — терять связь;
2) связывание; скрепление, соединение;3) ассоциёция; объединение (действие); ассоциирование (полит.); 4) тех сцепка, сцепление;αυτόματη σύνδεση — автоматическая сцепка;
5) тех стыковка -
15 Αυτομάταις
-
16 Αὐτομάταις
-
17 Αυτομάτην
-
18 Αὐτομάτην
-
19 Αυτομάτης
-
20 Αὐτομάτης
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Αὐτομάτη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αὐτομάτῃ — Αὐτομάτη fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτομάτη — αὐτόματος acting of one s own will fem nom/voc sg (attic epic ionic) αὐτοματέω imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) αὐτοματέω pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) αὐτοματέω imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτομάτῃ — αὐτόματος acting of one s own will fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αβιογένεση ή αυτόματη γένεση — Παλαιότερη θεωρία που εξηγούσε τη δημιουργία των σύγχρονων οργανισμών από ανόργανη ύλη. Ιδιαίτερα λίγο πριν από την εποχή του Παστέρ,η αυτόματη γένεση των μικροοργανισμών από ανόργανες ύλες ήταν η μοναδική παραδεκτή θεωρία. Από τη στιγμή όμως που … Dictionary of Greek
Αὐτομάταις — Αὐτομάτη fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αὐτομάτην — Αὐτομάτη fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αὐτομάτης — Αὐτομάτη fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αὐτόμαται — Αὐτομάτη fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυτοματισμός ή αυτοματοποίηση — Σύνολο μελετών και μεθόδων που αποβλέπουν να αντικαταστήσουν ορισμένες δραστηριότητες του ανθρώπου, σε διάφορες διαδικασίες παραγωγής, με τη βοήθεια κατάλληλων αυτόματων μηχανισμών. Ήδη οι μηχανές έχουν αντικαταστήσει τον άνθρωπο σε πολλές… … Dictionary of Greek
σιδηρομαγνητισμός — Ιδιότητα ορισμένων στερεών σωμάτων να παρουσιάζουν αυτόματη μαγνήτιση και να μαγνητίζονται έντονα, όταν εισάγονται μέσα σ’ ένα μαγνητικό πεδίο. Εκτός από το σίδηρο, στον οποίο διαπιστώθηκε πρώτα η ιδιότητα αυτή και έτσι προήλθε ο όρος σ., σώματα… … Dictionary of Greek