-
1 γύψος
-
2 γυψος
-
3 γύψος
γύψοςchalk: fem nom sg -
4 γύψος
γύψος, ἡ,III cement, Thphr.Lap.65, Ph. Bel.79.5; ἐν γύψῳ κείμενος embedded in cement, D.S.2.10, Arr.An. 2.21.4. -
5 γύψος
γύψος, ἡ, Kreide, Gips -
6 γύψος
Grammatical information: f.Meaning: `gypsum, chalk, cement' (Hdt.).Derivatives: γυψίον (pap.), γυψική `tax on plasterers' (pap.), γύψινος (EM), γυψώδης (Sor.); denom. γυψόω `plaster with gyprum, chalk over' (Hdt.) with γύψωσις (Gp.) and γυψωτής (EM); γυψίζω `id.' with γυψισμός (pap.)Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Sem.XEtymology: From Semitic?, s. Muß-Arnolt TransAmPhilAssoc. 23 (1892) 70.Page in Frisk: 1,336Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > γύψος
-
7 γύψος
ο гипс -
8 γύψος
[гтпсос] ουσ α гипс. -
9 γύψος
1) gypse2) plâtre -
10 γύψος
gips (m) rzecz. -
11 γύψος
sádra -
12 γύψος
plasterΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > γύψος
-
13 γύψοιο
γύψοςchalk: fem gen sg (epic) -
14 γύψον
γύψοςchalk: fem acc sg -
15 γύψου
γύψοςchalk: fem gen sgγυψόωrub with chalk: pres imperat act 2nd sgγυψόωrub with chalk: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) -
16 σκῖρος
σκῖρος, ὁ,A hard (perh. chalk) land overgrown with bushes, scrub, Tab.Heracl.1.19; τῶν ξύλων.. τῶν ἐν τοῖς ς. ib.144; = πυρρώδης ( ῥυπώδης cj. Mein.) γῆ acc. to Philet. ap. Hsch.; σκ[ε]ίρα (leg. σκῖρα) .. χωρία ὕλην ἔχοντα εὐθετοῦσαν εἰς φρύγανα, Hsch.; σκ[ε]ῖρος·.. ἄλσος καὶ δρυμός, Id. (but opp. δρυμός, Tab.Heracl. ll.cc.);ἠὲ σ. ἔην, νῦν αὖ θέτο τέρματ' Ἀχιλλεύς Il.23.332
, 333 as shortd. into one line by Aristarch. (here = ῥίζα, διὰ τὸ ἐσκιάσθαι acc. to Sch.T ad loc.).2 hardened swelling or tumour, induration, Hp.Mul.1.18 (τὸν σκῖρον [σκίρρον codd.]σκῦρον ὀνομάζει Erot.
s.v. σκυρωθῶσι), Sor.2.7 ( σκύρου cod.), 9 ( σκύρον cod.), 56, Gal.11.736, Aret.CD1.14 ( σκίρρος codd.). -
17 καμῑνεύω
καμῑνεύω, im Ofen schmelzen, löthen u. dgl., im Feuer arbeiten; σίδηρος καμινευόμενος Strab. V, 224; λίϑος, γύψος, Theophr.
-
18 γύψω
-
19 γύψῳ
-
20 γύψωι
γύψῳ, γύψοςchalk: fem dat sg
- 1
- 2
См. также в других словарях:
γύψος — chalk fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γύψος — Ορυκτό που κρυσταλλώνεται στην oλοεδρία του μονοκλινούς συστήματος. Χημικά καθορίζεται ως ένυδρο θειικό ασβέστιο (CaSo4 · 2Η2Ο). Σε καθαρή μορφή είναι άχρωμος, λευκός ή, σπανιότερα, με διάφορες αποχρώσεις. Η διαφάνειά του είναι μαργαριτώδης έως… … Dictionary of Greek
γύψος — ο 1. ορυκτό ένυδρο θειικό ασβέστιο. 2. φρ., «Μας έβαλαν στο γύψο», μας στέρησαν από κάθε ελευθερία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γύψοιο — γύψος chalk fem gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γύψον — γύψος chalk fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γύψου — γύψος chalk fem gen sg γυψόω rub with chalk pres imperat act 2nd sg γυψόω rub with chalk imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γύψῳ — γύψος chalk fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκμαγείο — Κατασκεύασμα από εύπλαστο υλικό που στερεοποιείται, αφού πρώτα αποτυπωθεί πάνω σε αυτό η μορφή ενός στερεού σώματος· χρησιμοποιείται για την παρασκευή πιστού αντιτύπου ή αντιτύπων του σώματος αυτού. Λέγεται επίσης και μήτρα, τύποςκαλούπι. Η λέξη… … Dictionary of Greek
γυψόκονις — η γύψος σε σκόνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < γύψος + κόνις. Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στον Αναστ. Κ. Δαμβέργη (πρβλ. γυψοκονία)] … Dictionary of Greek
πετρώματα — Στον όρο αυτό περιλαμβάνονται όλες οι ορυκτολογικές συγκεντρώσεις, που αποτελούν βασικά τμήματα της λιθόσφαιρας (γήινος φλοιός)· τα π. έχουν σχηματιστεί γενικά από τη συνένωση δύο ή περισσότερων διαφορετικών ορυκτών· υπάρχουν βέβαια και… … Dictionary of Greek
гипс — вероятно, из нем. Gips от лат. gipsum, греч. γύψος … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера