-
1 γύψωσις
-
2 γύψωσις
γύψωσις, ἡ, das Übergipsen -
3 γύψωσις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γύψωσις
-
4 γυψώσεως
γυψώσεω̆ς, γύψωσιςplastering: fem gen sg (attic) -
5 γύψος
Grammatical information: f.Meaning: `gypsum, chalk, cement' (Hdt.).Derivatives: γυψίον (pap.), γυψική `tax on plasterers' (pap.), γύψινος (EM), γυψώδης (Sor.); denom. γυψόω `plaster with gyprum, chalk over' (Hdt.) with γύψωσις (Gp.) and γυψωτής (EM); γυψίζω `id.' with γυψισμός (pap.)Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Sem.XEtymology: From Semitic?, s. Muß-Arnolt TransAmPhilAssoc. 23 (1892) 70.Page in Frisk: 1,336Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > γύψος
См. также в других словарях:
γύψωση — η (Μ γύψωσις) [γυψώ] επάλειψη με γύψο νεοελλ. 1. προσθήκη γύψου στο κρασί για να είναι διαυγές και να συντηρείται καλύτερα 2. επίδεση με γύψινο επίδεσμο κατάγματος ή εξάρθρωσης 3. προσθήκη γύψου στο έδαφος για την καλύτερη ανάπτυξη τών φυτών … Dictionary of Greek
γυψώσεως — γυψώσεω̆ς , γύψωσις plastering fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)