-
21 γυψίον
-
22 σκῖρος
Grammatical information: m.Meaning: `induration, callus, hard tumour' (medic.), `hard, scrubby ground, scrub' (Tab. Heracl.).Other forms: - ρρ-, also σκῦρ-); σκῖρος m., - ον n. `crust, rind, cheese-rind, herdened dirt' (com.); also `hard, white matter, gypsum' (sch. Ar. V. 921, Suid.), in this meaning also σκίρρα (Suid.), γῆ σκιρράς (sch. Ar. V. 921); γῆ λευκή ὥσπερ γύψος Su.Derivatives: σκιρρίτης m. `gypsum-worker' (Zonar., Redard 36). -- Abstractformation σκιρρ-ίη f. `induration' (Aret.; Scheller 56), ἀκροσκιρ-ίαι f. pl. `high scrubby lands' (Tab. Heracl.); adj. σκιρ(ρ)-ός `hard' (Plu., Them. a. o.), - ώδης `callous' (Gall., Poll.); verb - όομαι, also w. έπι- a. o., `to harden, to take root' (Sophr., medic.) with - ωμα n. `induration' (Dsc.). - ωσις f. `id.' (Sor., Gal.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Unexplained. Cf. σκῦρος. -- Furnée 387 takes the word a Pre-Greek, which seems quite prob.Page in Frisk: 2,734Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σκῖρος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
γύψος — chalk fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γύψος — Ορυκτό που κρυσταλλώνεται στην oλοεδρία του μονοκλινούς συστήματος. Χημικά καθορίζεται ως ένυδρο θειικό ασβέστιο (CaSo4 · 2Η2Ο). Σε καθαρή μορφή είναι άχρωμος, λευκός ή, σπανιότερα, με διάφορες αποχρώσεις. Η διαφάνειά του είναι μαργαριτώδης έως… … Dictionary of Greek
γύψος — ο 1. ορυκτό ένυδρο θειικό ασβέστιο. 2. φρ., «Μας έβαλαν στο γύψο», μας στέρησαν από κάθε ελευθερία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γύψοιο — γύψος chalk fem gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γύψον — γύψος chalk fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γύψου — γύψος chalk fem gen sg γυψόω rub with chalk pres imperat act 2nd sg γυψόω rub with chalk imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γύψῳ — γύψος chalk fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκμαγείο — Κατασκεύασμα από εύπλαστο υλικό που στερεοποιείται, αφού πρώτα αποτυπωθεί πάνω σε αυτό η μορφή ενός στερεού σώματος· χρησιμοποιείται για την παρασκευή πιστού αντιτύπου ή αντιτύπων του σώματος αυτού. Λέγεται επίσης και μήτρα, τύποςκαλούπι. Η λέξη… … Dictionary of Greek
γυψόκονις — η γύψος σε σκόνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < γύψος + κόνις. Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στον Αναστ. Κ. Δαμβέργη (πρβλ. γυψοκονία)] … Dictionary of Greek
πετρώματα — Στον όρο αυτό περιλαμβάνονται όλες οι ορυκτολογικές συγκεντρώσεις, που αποτελούν βασικά τμήματα της λιθόσφαιρας (γήινος φλοιός)· τα π. έχουν σχηματιστεί γενικά από τη συνένωση δύο ή περισσότερων διαφορετικών ορυκτών· υπάρχουν βέβαια και… … Dictionary of Greek
гипс — вероятно, из нем. Gips от лат. gipsum, греч. γύψος … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера