-
1 γόου
γόοςweeping: masc gen sgγοάωgroan: aor ind mid 2nd sg (attic epic doric) -
2 κατάπαυμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατάπαυμα
-
3 ἐξίημι
A send out, let one go out, ἱππόθεν ἐξέμεναι ([dialect] Ep. [tense] aor. 2 inf. for ἐξεῖναι) Od.11.531;μηδ' ἐξέμεν ἂψ ἐς Ἀχαιούς Il.11.141
; ἐπὴν γόου ἐξ ἔρον εἵην had dismissed, satisfied it, 24.227; πόθον prob. in Sapph.Supp.23.23; [τοὺς ἐπικούρους] ἐξῆκε ἐπὶ τοὺς Πέρσας Hdt.3.146
; ἐ. ἱστίον let out the sail, Pi.P.1.91; ἐξιέναι πάντα κάλων (v. sub κάλως) ; ἐ. ἀφρόν throw out or forth, E.Ba. 1122; ἐ. ἐκ τῆς κοιλίης τὴν κεδρίην take it out, Hdt.2.87; ἐ. τι εἴς τι discharge it into.., Pl.Ti. 82e.2 intr., of rivers, discharge themselves,ἐς θάλασσαν Hdt. 1.6
(in [ per.] 3sg. ἐξίει, cf. ib. 180), al., Th.4.103.II [voice] Med., put off from oneself, get rid of, freq. in Hom. in the phraseπόσιος καὶ ἐδητύος ἐ. ἔρον ἕντο Il.1.469
, al.;ἱμερτῶν ἔργων ἐξ ἔρον ἱέμενος Thgn.1064
. -
4 ἵμερος
A longing, yearning after, c. gen. rei,σίτου.. περὶ φρένας ἵμερος αἱρεῖ Il.11.89
, etc.; γόου ἵμερον ὦρσε raised [in them] a yearning after tears, i.e. a desire of the soul to disburden itself in grief, 23.14;ὑφ' ἵμερος ὦρτο γόοιο Od.16.215
, etc.: with gen. obj. added, πατρὸς ὑφ' ἵμερον ὦρσε γόοιο for his father, 4.113; ἵμερον ἔχειν, = ἱμείρεσθαι, c. inf., Hdt.5.106,7.43;ἵμερος ἔχει με.. ἰδεῖν S.OC 1725
(lyr.), cf. Sapph.Supp.24.11;ἵ. ἐπείρεσθαί μοι ἐπῆλθέ Hdt.1.30
, cf. 9.3; τῶν (sc. δενδρέων)γλυκὺς ἵ. ἔσχεν.. φυτεῦσαι Pi.O.3.33
: in pl., πολλοὶ γὰρ εἰς ἓν ξυμπίτνουσιν ἵ. various impulses or emotions, A. Ch. 299, cf. Phld.Ir.p.37 W., Piet.20.2 abs., desire, love,ὥς σεο νῦν ἔραμαι καί με γλυκὺς ἵ. αἱρεῖ Il.3.446
; δὸς νῦν μοι φιλότητα καὶ ἵ. 14.198;δαμέντα φρένας ἱμέρῳ Pi.O.1.41
, cf. Sapph.Supp.25.16;ἱμέρῳ πεπληγμένος A.Ag. 544
;ἱμέρου νικώμενος Id.Supp. 1005
, cf. Pr. 649, S.Tr. 476, Ar.Ra.59; βλεφάρων ἵ. S.Ant. 796(lyr.).3 personified, Χάριτές τε καὶ Ἵ. Hes.Th.64;Ἔρως.. χαρίτων, ἱμέρου, πόθου πατήρ Pl.Smp. 197d
, cf. Luc.DDeor.20.15, Nonn.D.1.68, al.II as Adj., only in neut. as Adv.,ἵμερον αὐλήσαντι AP9.266
(Antip.); ἵμερα μελίζεσθαι, δακρῦσαι, ib.7.30 (Antip. Sid.), 364 (Marc. Arg.).— Poet., exc. in Pl. and [dialect] Ion. and later Prose, as Hdt. ll. cc., Hp.Aër. 22, Phld. ll. cc., Acad.Ind.p.56M. (Sts. derived fr. is-mero-, cf. Skt. i[snull ][tnull ]ás 'desired', i[snull ]más 'god of love', but [dialect] Aeol. texts have ἴμερος, ἰμέρρω, never ἰμμ-; cf. ἡμερτόν· ἐπέραστον, Hsch. (s.v.l.).) -
5 ἄρητος
ἄρητος: doubtful word, wished-for (if from ἆράομαι), ἄρητον δὲ τοκεῦσι γόον καὶ πένθος ἔθηκας, ‘hast awakened the desire of lamentation’ (cf. ἵμερος γόου), Il. 17.37, Il. 24.741; according to others, for ἄρρητος ( ῥηθῆναι), ‘unspeakable.’A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἄρητος
-
6 ἔρως
ἔρως, ἔρος, dat. ἔρῳ, acc. ἔρον: love; θεᾶς, γυναικός, ‘for’ a goddess, a woman, Il. 14.315; fig., of things, γόου, Il. 24.227; often πόσιος καὶ ἐδητύος, ‘appetite,’ see ἵημι.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἔρως
См. также в других словарях:
γόου — γόος weeping masc gen sg γοάω groan aor ind mid 2nd sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίμερος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ακόλουθος της θεάς Αφροδίτης, σύντροφος του Έρωτα, του Αντέρωτα και του Πόθου, προσωποποίηση της ερωτικής επιθυμίας. Κατά τον Όμηρο, ο Ί. και ο Έρωτας ήταν απρόσωποι. Αργότερα όμως προσωποποιήθηκαν από τον Ησίοδο ως… … Dictionary of Greek
κατάπαυμα — κατάπαυμα, τὸ (Α) [καταπαύω] 1. το μέσο για κατάπαυση («δειλοῑσι γόου κατάπαυμα γενοίμην» θα κατέπαυα τον θρήνο αυτών τών δυστυχισμένων, Ομ. Ιλ.) 2. κατάπαυση, ανάπαυση από κάτι δυσάρεστο («κατάπαυμα τῶν μακρῶν πόνων», επιγρ.) … Dictionary of Greek
τέρπω — ΝΜΑ παρέχω τέρψη, δίνω ευχαρίστηση, προξενώ ηδονή, χαροποιώ, ευαρεστώ, διασκεδάζω (α. «τόν τέρπει να παίζει με τα παιδιά του» β. «ἡ ἀγγελίη... ἔτερψε... [αὐτούς]», Ηρόδ. γ. «τί τ ἄρα φθονέεις ἐρίηρον ἀοιδὸν τέρπειν», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. (στους επικ … Dictionary of Greek