Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

γυμνάσια

См. также в других словарях:

  • γυμνασία — γυμνασίᾱ , γυμνασία right to use fem nom/voc/acc dual γυμνασίᾱ , γυμνασία right to use fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυμνασία — γυμνασία, η (AM) άσκηση, εξάσκηση αρχ. 1. δικαίωμα για χρησιμοποίηση τού γυμνασίου 2. στρατιωτική άσκηση 3. αγώνας 4. μάθημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γυμνάζομαι (πρβλ. εργασία < εργάζομαι)] …   Dictionary of Greek

  • γυμνασίᾳ — γυμνασίαι , γυμνασία right to use fem nom/voc pl γυμνασίᾱͅ , γυμνασία right to use fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυμνάσια — γυμνάσιον bodily exercises neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυμνασίας — γυμνασίᾱς , γυμνασία right to use fem acc pl γυμνασίᾱς , γυμνασία right to use fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυμνασίαι — γυμνασία right to use fem nom/voc pl γυμνασίᾱͅ , γυμνασία right to use fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυμνασίαν — γυμνασίᾱν , γυμνασία right to use fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυμνασιῶν — γυμνασία right to use fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυμνασίαις — γυμνασία right to use fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυμνασίη — γυμνασία right to use fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυμνασίην — γυμνασία right to use fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»