Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

βαρύ-μοχθος

См. также в других словарях:

  • κακόμοχθος — κακόμοχθος, ον (Α) αυτός που μοχθεί άσκοπα («καὶ κακόμοχθος θεὸν μάταιον ἐκ τοῡ αὐτοῡ πλάσσει πηλοῡ», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + μοχθος (< μόχθος), πρβλ. βαρύ μοχθος, μυριό μοχθος] …   Dictionary of Greek

  • κλυτόμοχθος — κλυτόμοχθος, ον (Α) ονομαστός για τους μόχθους του («Καλλιόπα κλυτόμοχθε», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλυτός + μόχθος (πρβλ. βαρύ μοχθος, φιλό μοχθος)] …   Dictionary of Greek

  • μοχλός — Απλή μηχανή, που αποτελείται γενικά από ένα άκαμπτο σώμα με δυνατότητα περιστροφής γύρω από έναν άξονα ή ένα σημείο του άξονα κάτω από την επίδραση δύο ανταγωνιστικών δυνάμεων (η κάθε μία δηλαδή αντίθετη προς την περιστροφή που θα προκαλούσε η… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»