-
1 βαρύ-μοχθος
βαρύ-μοχθος, schwere Drangsale duldend, mühselig, Soph. O. C. 1231; oft in Anth., z. B. Ἀλκίδης Ep. ad. 288 ( Plan. 102); γραμματική Pallad. 45 (X, 97).
-
2 βαρύμοχθος
βᾰρύ-μοχθος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βαρύμοχθος
-
3 βαρύμοχθος
βαρύ-μοχθος, schwere Drangsale duldend, mühselig -
4 βαρυμοχθος
-
5 καταβαίνω
καταβαίνω (καταβαίνει; -ων; -ειν: impf. κατέβαινε: aor. κατέβαν, -έβα; καταβαίς, -βάντ(ι), -βάντα, -βάντες, -βάντε. cf. Radt on Pae. 2.34)a lit., go down c. acc., dat., ἐπὶ, εἰς c. acc. Ἀλφεῷ μέσσῳ καταβαὶς ἐκάλεσσε (Turyn: - βάς codd.) O. 6.58Πύρρα Δευκαλίων τε Παρνασσοῦ καταβάντε δόμον ἔθεντο πρῶτον O. 9.43
εἰς Ἀίδα δόμον κατέβα P. 3.11
πρῴραθεν Εὔφαμος καταβαὶς (Turyn: - βάς codd.) P. 4.22 ( Βάττον) “ Πύθιον ναὸν καταβάντα” entering P. 4.55 Πυθοῖ τε γυμνὸν ἐπὶ στάδιον καταβάντες, ἤλεγξαν Ἑλλανίδα στρατιὰν ὠκύτατι entering P. 11.49 βαρὺ δέ σφιν νεῖκος Ἀχιλεὺς ἔμπεσε χαμαὶ καταβαὶς ἀφ' ἁρμάτων (Turyn: καββάς codd.) N. 6.51b arrive at one's destination.I c. (ἐς +) acc. ἰδίᾳ τ' ἐρεύνασε τεναγέων ῥοάς, ὁπᾷ πόμπιμον κατέβαινε νόστου τέλος (sc. Ἡρακλέης) N. 3.25κατέβαν στεφάνων καὶ θαλιᾶν τροφὸν ἄλσος Ἀπόλλωνος Pae. 6.13
μοι ἀγῶνα Λοξίᾳ καταβάντ' εὐρὺν ἐν θεῶν ξενίᾳ Pae. 6.60
ἐς δ Ἰαολκὸν ἐπεὶ κατέβα ναυτᾶν ἄωτος P. 4.188
II abs., after a sea voyage. καί νυν ὑπ' ἀμφοτέρων σὺν Διαγόρᾳ κατέβαν sc. to Rhodes O. 7.13 τῷ μὲν διδύμας χάριτας εἰ κατέβαν ἄγων sc. to Sicily P. 3.73III met., arrive, win through, attain one's goalἔμπα, καἴπερ ἔχει βαθεῖα ποντιὰς ἅλμα μέσσον, ἀντίτειν' ἐπιβουλίᾳ. σφόδρα δόξομεν δαίων ὑπέρτεροι ἐν φάει καταβαίνειν N. 4.38
ὃς δὲ διδάκτ' ἔχει, ψεφεννὸς ἀνὴρ ἄλλοτ ἄλλα πνέων οὔ ποτ ἀτρεκεῖ κατέβα ποδί N. 3.42
μόχθος ἡσυχίαν φέρει καιρῷ καταβαίνων Pae. 2.34
c dub., causal, bring down δαίμων δὲ παρίσχει, ἄλλοτ' ἄλλον ὕπερθε βάλλων, ἄλλον δ ὑπὸ χειρῶν μέτρῳ καταβαίνει (sic distinx. codd.: ἀντὶ τοῦ καταβαίνειν ποιεἰ Σ: post χειρῶν distinxit Bergk, qui κατάβαιν vel καταβαίνειν coni.) P. 8.78d frag., ]ενει κατεβα[ Πα. 13. b. 16. κατεβα[ fr. 59. 4.
См. также в других словарях:
κακόμοχθος — κακόμοχθος, ον (Α) αυτός που μοχθεί άσκοπα («καὶ κακόμοχθος θεὸν μάταιον ἐκ τοῡ αὐτοῡ πλάσσει πηλοῡ», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + μοχθος (< μόχθος), πρβλ. βαρύ μοχθος, μυριό μοχθος] … Dictionary of Greek
κλυτόμοχθος — κλυτόμοχθος, ον (Α) ονομαστός για τους μόχθους του («Καλλιόπα κλυτόμοχθε», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλυτός + μόχθος (πρβλ. βαρύ μοχθος, φιλό μοχθος)] … Dictionary of Greek
μοχλός — Απλή μηχανή, που αποτελείται γενικά από ένα άκαμπτο σώμα με δυνατότητα περιστροφής γύρω από έναν άξονα ή ένα σημείο του άξονα κάτω από την επίδραση δύο ανταγωνιστικών δυνάμεων (η κάθε μία δηλαδή αντίθετη προς την περιστροφή που θα προκαλούσε η… … Dictionary of Greek