-
1 γονατώδης
γονατώδηςwith joints: masc /fem acc pl (attic epic doric)γονατώδηςwith joints: masc /fem nom /voc pl (doric aeolic)γονατώδηςwith joints: masc /fem nom sg -
2 γονατώδης
γονᾰτ-ώδης, ες,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γονατώδης
-
3 γονατωδέστερον
γονατώδηςwith joints: adverbial compγονατώδηςwith joints: masc acc comp sgγονατώδηςwith joints: neut nom /voc /acc comp sg -
4 γονατώδη
γονατώδηςwith joints: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)γονατώδηςwith joints: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)γονατώδηςwith joints: masc /fem acc sg (attic epic doric) -
5 γονατώδεις
γονατώδηςwith joints: masc /fem acc plγονατώδηςwith joints: masc /fem nom /voc pl (attic epic) -
6 γονατώδες
-
7 γονατῶδες
-
8 γόνυ
Grammatical information: n.Other forms: Gen. (*γόνϜ-ατος \>) γόνατος, ep. Ion. γούνατος, ep. also γουνός (\< *γονϜ-ός), pl. γόνατα, γούνατα, ep. also γοῦναDerivatives: γονατώδης `with joints' (Thphr.); denom. γουνάζομαι `clasp the knees' (as suppliant) (Il.) with γούνασμα (Lyc.), γουνασμός (Eust.), also γουνόομαι `id.'; γονατόομαι `get joints' (Thphr.), γονατίζω `bend the knee' (Cratin.).Origin: IE [Indo-European] [380] ǵenu, ǵonu `knee'Etymology: Old word for `knee'. Skt. jā́nu, Av. zānu-drājah-, MPers. zānūk (PIE. *o, long through Brugmann's law); Hitt. genu, Lat. genū, Toch. A kanw-eṃ, B kenīne `(both) knees' (du.), Arm. cun-r, pl. cun-g-k`; note the zero grade in Av. žnu-byas-čit_ (dat. pl.; cf. γνύ-ξ); from *ǵneu- (from the gen. *ǵneu-s), e.g. Goth. kniu (PGm. *kneu̯-a-, PIE. *ǵneu̯-o-. - On Hom. θεῶν ἐν γούνασι κεῖται Schwyzer Άντίδωρον 283ff. - Cf. ἰγνύη. On γνύξ (with πρόχνυ) and γωνία s.vv.Page in Frisk: 1,321Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > γόνυ
См. также в других словарях:
γονατώδης — with joints masc/fem acc pl (attic epic doric) γονατώδης with joints masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) γονατώδης with joints masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γονατώδης — ες (AM γονατώδης, ες) (για βλαστούς) γεμάτος γόνατα, κόμπους νεοελλ. 1. (για όργανα) αυτός ο οποίος κάμπτεται σαν το γόνατο 2. φρ. «γονατώδη σώματα» προεξοχές τού πίσω τμήματος τού οπτικού θαλάμου … Dictionary of Greek
γονατωδέστερον — γονατώδης with joints adverbial comp γονατώδης with joints masc acc comp sg γονατώδης with joints neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γονατώδη — γονατώδης with joints neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) γονατώδης with joints masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) γονατώδης with joints masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γονατῶδες — γονατώδης with joints masc/fem voc sg γονατώδης with joints neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γονατώδεις — γονατώδης with joints masc/fem acc pl γονατώδης with joints masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… … Dictionary of Greek
αλωπέκουρος — (alopecurus). Γένος ποωδών, μονοετών ή πολυετών φυτών της οικογένειας των αγρωστωδών, ιθαγενών των εύκρατων περιοχών. Στο γένος αυτό ανήκουν χρήσιμα για βόσκηση φυτά, αλλά και ενοχλητικά ζιζάνια. Έχουν στρογγυλή και επιμήκη ταξιανθία που μοιάζει… … Dictionary of Greek
γονατιοειδής — ές ο γονατώδης … Dictionary of Greek
γόνατο — Άρθρωση που συνδέει το μηριαίο οστό με την κνήμη. Στην άρθρωση αυτή συμμετέχει και ένα άλλο οστό, η επιγονατίδα, που βρίσκεται μέσα στον τένοντα του τετρακέφαλου μυός. Η κυρτή αρθρική επιφάνεια των μηριαίων κονδύλων εφάπτεται με την ελαφρώς κοίλη … Dictionary of Greek