-
1 γονατώδης
γονατ-ώδης, mit Knieen, Knoten, wie Rohr u. Halmgewächse -
2 ἀ-διά-φρακτος
ἀ-διά-φρακτος, von Pflanzen, durch keine Scheidewand getrennt, dem γονατώδης entggstzt, Theophr.; auch adv.
См. также в других словарях:
γονατώδης — with joints masc/fem acc pl (attic epic doric) γονατώδης with joints masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) γονατώδης with joints masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γονατώδης — ες (AM γονατώδης, ες) (για βλαστούς) γεμάτος γόνατα, κόμπους νεοελλ. 1. (για όργανα) αυτός ο οποίος κάμπτεται σαν το γόνατο 2. φρ. «γονατώδη σώματα» προεξοχές τού πίσω τμήματος τού οπτικού θαλάμου … Dictionary of Greek
γονατωδέστερον — γονατώδης with joints adverbial comp γονατώδης with joints masc acc comp sg γονατώδης with joints neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γονατώδη — γονατώδης with joints neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) γονατώδης with joints masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) γονατώδης with joints masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γονατῶδες — γονατώδης with joints masc/fem voc sg γονατώδης with joints neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γονατώδεις — γονατώδης with joints masc/fem acc pl γονατώδης with joints masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… … Dictionary of Greek
αλωπέκουρος — (alopecurus). Γένος ποωδών, μονοετών ή πολυετών φυτών της οικογένειας των αγρωστωδών, ιθαγενών των εύκρατων περιοχών. Στο γένος αυτό ανήκουν χρήσιμα για βόσκηση φυτά, αλλά και ενοχλητικά ζιζάνια. Έχουν στρογγυλή και επιμήκη ταξιανθία που μοιάζει… … Dictionary of Greek
γονατιοειδής — ές ο γονατώδης … Dictionary of Greek
γόνατο — Άρθρωση που συνδέει το μηριαίο οστό με την κνήμη. Στην άρθρωση αυτή συμμετέχει και ένα άλλο οστό, η επιγονατίδα, που βρίσκεται μέσα στον τένοντα του τετρακέφαλου μυός. Η κυρτή αρθρική επιφάνεια των μηριαίων κονδύλων εφάπτεται με την ελαφρώς κοίλη … Dictionary of Greek