Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

γογγύλος

См. также в других словарях:

  • Γογγύλος — round masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γογγύλος — round masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γόγγυλος — round masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γόγγυλος — round masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γογγύλος — (I) ο γένος Εντόμων τής οικογένειας Mantidae (τάξη Ορθόπτερων). (II) γογγύλος, η, ον (Α) στρογγυλός. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται σε IE *gong /*geng . To επίθημα ύλος απαντά σε τύπους με παρεμφερή σημασία (πρβλ. αγκύλος, καμπύλος, στρογγύλος). Δυνατόν… …   Dictionary of Greek

  • γογγύλων — γόγγυλος round masc gen pl γογγύλος round fem gen pl γογγύλος round masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γογγύλον — γογγύλος round masc acc sg γογγύλος round neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γογγύλου — Γόγγυλος round masc gen sg Γογγύλος round masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γογγύλου — γόγγυλος round masc gen sg γογγύλος round masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γογγύλων — Γόγγυλος round masc gen pl Γογγύλος round masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γογγύλῳ — Γόγγυλος round masc dat sg Γογγύλος round masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»