Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

γνᾰφ-

См. также в других словарях:

  • θρύαλλον — θρύαλλον, τὸ (Α) βροχή πυκνής στάχτης και φωτιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρύον + αλλον (πρβλ. γνάφ αλλον) ή < θρυαλλίς, με υποχωρητικό σχηματισμό] …   Dictionary of Greek

  • περιτρόχαλος — ον, ΜΑ φρ. α) «περιτρόχαλος κουρά» κούρεμα τών μαλλιών γύρω γύρω στο κάτω μέρος τους β) «περιτρόχαλα κείρεσθαι» το να κόβει κανείς τα μαλλιά του γύρω γύρω στο κάτω μέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < περίτροχος + επίθημα αλος (πρβλ. γνάφ αλος)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»