-
1 γνώμα
γνώμα (-ας, -ᾳ, -αν; -αις) (cf. Fränkel, W & F, 26̆{1}, Wil., Pind., 281̆{2}, Fraenkel on Agam. 1348.)a purposeεὐσεβεῖ γνώμᾳ φυλάσσοντες μακάρων τελετάς O. 3.41
πρὸς ἡσυχίαν φιλόπολιν καθαρᾷ γνώμᾳ τετραμμένον O. 4.16
σφετέρας ἐστάθη γνώμας ἀταρβάκτοιο πειρώμενος P. 4.84
φθονερὰ δἄλλος ἀνὴρ βλέπων γνώμαν κενεὰν σκότῳ κυλίνδει χαμαὶ πετοῖσαν N. 4.40
κόμπον μὴ φθονεραῖσι φέρειν γνώμαις I. 1.45
ἀγαπᾶται, μέτρα μὲν γνώμᾳ διώκων, μέτρα δὲ καὶ κατέχων i. e. purposefully I. 6.71 Ἐλπίς, ἃ μάλιστα θνατῶν πολύστροφον γνώμαν κυβερνᾷ fr. 214. 3.I κοινᾶνι παῤ εὐθυτάτῳ γνώμαν πιθών, πάντα ἰσάντι νόῳ (v. l. γνώμᾳ. sc. Ἀπόλλων) P. 3.28 οὐ γνώμᾳ διπλόαν θέτο βουλάν (cf. fr. 213) N. 10.89κυβερνατῆρος οἰακοστρόφου γνώμᾳ πεπιθὼν πολυβούλῳ I. 4.72
II and therefore, expectationπολλὰ δἀνθρώποις παρὰ γνώμαν ἔπεσεν O. 12.10
ἀλλ' ἔσται χρόνος οὗτος, ὃ καί τιν ἀελπτίᾳ βαλὼν ἔμπαλιν γνώμας τὸ μὲν δώσει, τὸ δοὔπω P. 12.32
οὕτω δὲ καὶ πίτνει χαμαὶ (sc. βροτῶν τὸ τερπνὸν) ἀποτρόπῳ γνώμᾳ σεσεισμένον (οὐ κατὰ τὴν ἡμῶν δόκησιν. Σ. Schr.) P. 8.94c frag.γνώμας δὲ ταχείας συν[ Pae. 14.39
-
2 γνώμα
γνώμᾱ, γνώμηmeans of knowing: fem nom /voc /acc dualγνώμᾱ, γνώμηmeans of knowing: fem nom /voc sg (doric aeolic)——————γνώμᾱͅ, γνώμηmeans of knowing: fem dat sg (doric aeolic) -
3 γνώμα
-
4 γνῶμα
-
5 γνῶμα
-
6 γνώμᾳ
Βλ. λ. γνώμα -
7 γνώμας
γνώμᾱς, γνώμηmeans of knowing: fem acc plγνώμᾱς, γνώμηmeans of knowing: fem gen sg (doric aeolic) -
8 γνώμαι
γνώμᾱͅ, γνώμηmeans of knowing: fem dat sg (doric aeolic) -
9 γνώμαν
γνώμᾱν, γνώμηmeans of knowing: fem acc sg (doric aeolic) -
10 γνωμ'
γνῶμι, γιγνώσκωcome to know: aor subj act 1st sg (epic)γνῶμαι, γνώμηmeans of knowing: fem nom /voc plγνῶμα, γνῶμαmark: neut nom /voc /acc sg -
11 γνῶμ'
γνῶμι, γιγνώσκωcome to know: aor subj act 1st sg (epic)γνῶμαι, γνώμηmeans of knowing: fem nom /voc plγνῶμα, γνῶμαmark: neut nom /voc /acc sg -
12 πείθω
πείθω ( πειθέμεν: aor. 1, ἔπεισε; πείσαις, -αις(α): aor. 2, πᾰθον; πᾰθών coni.: πᾰθεῖν: pf. πέποιθα, -ασιν: ep. aor. redupl. πεπᾰθών: med. πείθονται; πειθόμενος; πείθεσθαι: fut. πείσομαι: aor. 2, πίθετο; πίθεο; πιθόμενοι; πιθέσθαι. cf. πιθέω, ἀπιθέω.)1 act.a persuade, win overΖηνὸς ἦτορ λιταῖς ἔπεισε O. 2.80
δᾶμον Ψπερβορέων πείσαις λόγῳ O. 3.16
κοινᾶνι παρ' εὐθυτάτῳ γνώμαν πιθών (Er. Schmid: πεπιθών codd.: v. l. γνώμᾳ: sc. Ἀπόλλων) P. 3.28ὦ μάκαρ, τὶν δ' ἐπέοικεν Ἥρας πόσιν τε πειθέμεν κόραν τε γλαυκώπιδα N. 7.95
c. inf.,ἰατῆρά τοί κέν μιν πίθον καί νυν ἐσλοῖσι παρασχεῖν ἀνδράσιν P. 3.65
c. pr. adj., ξυνᾶνα Μαγνήτων σκοπὸν πείσαισ' ἀκοίταν ποι-κίλοις βουλεύμασιν N. 5.28
γαμβρὸν Ποσειδάωνα πείσαις (sc. Ζεύς: v. γαμβρός) N. 5.37b pf., & ep. aor. redupl.I c. inf., be persuadedπέποιθα δὲ ξένον μή τιν' δαιδαλωσέμεν O. 1.103
II trust in. rely upon c. dat.πέποιθα ξενίᾳ προσανέι Θώρακος P. 10.64
καὶ προξενίᾳ πέποιθ N. 7.65
οἱ δ' ἄφνει πεποίθασιν (v. l. ὁ δ' πέποιθεν) fr. 219. διπλόαν νίκαν ἀνεφάνατο κυβερνατῆρος οἰακοστρόφου γνώμᾳ πεπιθὼν πολυβούλῳ 1. 4. 72.c persuade someone of something, c. dupl. acc.,καὶ πόθεν ἀθαν[άτων ἔρις ἄ]ρξατο. ταῦτα θεοῖσι μὲν πιθεῖν σοφοὺ[ς] δυνατόν Pae. 6.52
2 med., obey c. dat.ἐνυπνίῳ δ' ᾇ τάχιστα πιθέσθαι κελήσατό μιν O. 13.79
πείθονται δ' ἀοιδοὶ σάμασιν P. 1.3
θεοῦ σάμασιν πιθόμενοι (byz.: πειθόμενοι codd.) P. 4.200ἤθελον κείνου γε πείθεσθ' ἀναξίαις ἑκόντες N. 8.10
ἤτορι δὲ φίλῳ παῖς ἅτε ματέρι κεδνᾷ πειθόμενος κατέβαν Pae. 6.12
ἀρχαγέτᾳ τε Δάλου πίθετο (sc. Ἡρακλέης) fr. 140a. 59 (33) add. inf., Μοῖσα, καὶ πὰρ Δεινομένει κελαδῆσαι πίθεό μοι ποινὰν τεθρίππων sing, I bid you P. 1.59 frag., τί πείσομα[ι ( πείθομαι Π: ?fut., πάσχω) Πα. 7B. 42. -
13 γνώμη
γνώμ-η, ἡ,II organ by which one perceives or knows, intelligence,1 thought, judgement (τῆς ψυχῆς ἡ γ. Pl.Lg. 672b
),ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γ. S. Ant. 176
: acc. abs., γνώμην ἱκανός intelligent, Hdt.3.4; γ. ἀγαθός, κακός, S.OT 687, Ph. 910;τοιάδε τὴν γ. Id.El. 1021
;κατὰ γ. ἴδρις Id.OT 1087
(lyr.);γνώμᾳ διπλόαν θέτο βουλάν Pi.N.10.89
;γνώμῃ μαθεῖν τι S.OC 403
;γνώμῃ κυρήσας Id.OT 398
; γνώμῃ φρενῶν, opp. ὀργῇ, ib. 524;γνώμης ξύνεσις Th.1.75
;γνώμης μᾶλλον ἐφόδῳ ἢ ἰσχύος Id.3.11
;ταῖς γ. καὶ τοῖς σώμασι σφάλλεσθαι X. Cyr.1.3.10
, cf. Th.1.70; γνώμῃ, opp.τύχῃ, σωφρονοῦντες Isoc.3.47
; γνώμης ἅπτεσθαι affect the head, of wine or fever, Hp.Acut.63, Fract.11; γνώμην ἔχειν understand, S. El. 214 (lyr.), Ar.Ach. 396;πάντων γ. ἴσχειν S.Ph. 837
(lyr.); προσέχειν γνώμην give heed, attend,δεῦρο τὴν γ. προσίσχετε Eup.37
;πρὸς ἕτερον γνώμην ἔχειν Aeschin. 3.192
; to be on one's guard, Th.1.95; δηλοῦν τὴν γ. ἔν τινι to show one's wit in.., Id.3.37;ἐν γνώμῃ τι παραστῆσαι D.4.17
; ἀπὸ γνώμης φέρειν ψῆφον δικαίαν with a good conscience, A.Eu. 674; but οὐκ ἀπὸ γ. λέγεις not without judgement, with good sense, S.Tr. 389;ἄτερ γνώμης A.Pr. 456
;ἄνευ γ. S.OC 594
; γνώμῃ κολάζειν with good reason, X.An.2.6.10; γνώμῃ τῇ ἀρίστῃ (sc. κρίνειν or δικάζειν) to the best of one's judgement, in the dicasts' oath, Arist.Rh. 1375a29;ἡ καλουμένη γ. τοῦ ἐπιεικοῦς κρίσις ὀρθή Id.EN 1143a19
; soπερὶ ὧν ἂν νόμοι μὴ ὦσι, γνώμῃ τῇ δικαιοτάτῃ κρινεῖν D.20.118
;γ. τῇ δ. δικάσειν ὀμωμόκασιν Id.23.96
, cf. 39.40;τῇ δ. γ. Arist.Pol. 1287a26
; ὅστις γνώμῃ μὴ καθαρεύει has not a clear conscience, Ar.Ra. 355.2 will, disposition, inclination,εὐσεβεῖ γνώμᾳ Pi.O.3.41
;γ. Διός A.Pr. 1003
; ἐν γνώμῃ γεγονέναι τινί to stand high in his favour, Hdt.6.37; πάσῃ τῇ γ. with all one's zeal, Th.6.45;τίνα αὐτοὺς οἴεσθε γ. ἕξειν περὶ σφῶν αὐτῶν And.1.104
;γ. ἔ. περί τινα Lys.10.21
; πρὸς τοὺς Ἀθηναίους τὴν γ. ἔχειν to be inclined towards.., Th.5.44; ἐμπιμπλάναι τὴν γ. τινός satisfy his wishes, X.An.1.7.8, cf. HG6.1.15 (pl.); ἀφ' ἑαυτοῦ γνώμης on his own initiative, Th.4.68; ἐκ μιᾶς γ. of one accord, with one consent, D.10.59;μιᾷ γνώμῃ Th.1.122
, 6.17;διὰ μιᾶς γ. γίγνεσθαι Isoc.4.139
; κατὰ γνώμην according to one's mind or wishes,ὅταν τἀκεῖ θῶ κατὰ γνώμην ἐμήν E.Andr. 737
;ἄν τι μὴ κατὰ γ. ἐκβῇ D.1.16
: in pl., φίλιαι γνῶμαι friendly sentiments, Hdt. 9.4.III judgement, opinion,βροτῶν γ. Parm.8.61
; ταύτῃ.. τῇ γνώμῃ πλεῖστός εἰμι I in cline mostly to this view, Hdt.7.220 (s. v.l.); alsoταύτῃ πλεῖστος τὴν γνώμην εἰμί Id.1.120
;ἡ πλείστη γ. ἐστί τινι Id.5.126
;τλέον φέρει ἡ γ. τινί Id.8.100
;τὸ πλεῖστον τῆς γ. εἶχεν.. προσμεῖξαι Th.3.31
;γνώμην τίθεσθαι Hdt.3.80
; οὕτως τὴν γ. ἔχειν to be of this opinion, Th.7.15, cf. X.Cyr.6.2.8, Ar.Nu. 157;εἴ τινι γ. τοιαύτη παρειστήκει περὶ ἐμοῦ And.1.54
;τὴν αὐτὴν γ. ἔχειν Th.2.55
; τῆς αὐτῆς γ. εἶναι, ἔχεσθαι, Id.1.113, 140;ὁ αὐτὸς εἰμὶ τῇ γ. Id.3.38
; κατὰ γ. τὴν ἐμήν in my judgement or opinion, Hdt.2.26, 5.3; ellipt.,κατά γε τὴν ἐμήν Ar.Ec. 153
, cf. Plb.18.1.18, D.H.Isoc.3: abs.,γνώμην ἐμήν Ar.V. 983
, Pax 232; παρὰ γνώμην τοῖς Ἕλλησιν ἐγένετο contrary to general opinion, Th.4.40; but παρὰ γ. κινδυνευταί reckless venturers, Id.1.70, cf. 4.19; εἰπὲ μὴ παρὰ γ. ἐμοί either contrary to my wish, or contrary to your true opinion, A.Ag. 931, cf.Supp. 454: freq. of opinions delivered publicly,ἑστάναι πρὸς τὴν γ. τινός Th.4.56
; Θεμιστοκλέους γνώμῃ by the advice of Th., Id.1.90,93; γνώμην ἀποφαίνειν deliver an opinion, Hdt.1.40; ἀποδείκνυσθαι ib. 207;ἐκφαίνειν Id.5.36
; (anap.), Ar.Ec. 658;ἀποφαίνεσθαι E.Supp. 336
;ποιεῖσθαι περί τινων Th.3.36
; γνώμας κατέθεντο have made up their minds, Parm.8.53.2 proposition, motion,γνώμην εἰσφέρειν Hdt.3.80
,81;εἰπεῖν Th.8.68
, etc.; (but γνώμας προτιθέναι hold a debate, Th.3.36);γνῶμαι τρεῖς προεκέατο Hdt.3.83
: freq. in Inscrr., resolution, IG12.118.28, etc.; γ. στρατηγῶν ib.22.27; Κλεισόφου καὶ συμπρυτάνεων ib.1; ἡ ἐκφερομένη γ. ib.1051c26; γνώμην νικᾶν carry a motion, Ar.V. 594, Nu. 432;κρατεῖν τῇ γ. Plu.Cor.17
.3 γνῶμαι, αἱ, practical maxims, Heraclit. 78, S.Aj. 1091, X.Mem.4.2.9, Arist.Rh. 1395a11 (sg., 1394a22).4 in pl., fancies, illusions, S.Aj.52.5 intention, purpose, resolve, ἀπὸ τοιᾶσδε γνώμης with some such purpose as this, Th.3.92; γνώμην ποιεῖ σθαι, c.inf., propose to do, Id.1.128; κατὰ γνώμην of set purpose, D.H. 6.81 (so alsoγνώμης Lib.Or.33.13
, 50.12); τίνα ἔχουσα γνώμην; with what purpose? Hdt.3.119; οἶδα δ' οὐ γνώμῃ τίνι; with what intent? S.OT 527, cf. Aj. 448; ἡ ξύμπασα γ. τῶν λεχθέντων the general purport.., Th.1.22; ἦν τοῦ τείχους ἡ γνώμη.., ἵνα .. the purpose of it was.., that.., Id.8.90. -
14 γνώματα
γνώ̱ματα, γνῶμαmark: neut nom /voc /acc pl -
15 γνώματος
γνώ̱ματος, γνῶμαmark: neut gen sg -
16 ἀπότροπος
ἀπότροπος, -ον pass.1 turned away οὕτω δὲ καὶ πίτνει χαμαὶ ἀποτρόπῳ γνώμᾳ σεσεισμένον (sc. βροτῶν τὸ τερπνόν. von Umkehr der Denkart zum Wanken gebracht, Fränkel D & P, 571 n. 14.) P. 8.94 -
17 βουλά
βουλά (-άν; -αί, -ᾶν, -αῖς, -αῖσιν)a sing., plan, course of actionοὐ γνώμᾳ διπλόαν θέτο βουλάν N. 10.89
b pl., counsels, designs, deliberationsἀναπλέκοντι καὶ στεφάνους βουλαῖς ἐν ὀρθαῖσι Ῥαδαμάνθυος O. 2.75
αὐτὸν δαιμόνων βουλαῖσιν ἐθρέψαντο δράκοντες O. 6.46
χθὼν ὥτε φοινικέοισιν ἄνθησεν ῥόδοιςδαιμόνων βουλαῖς I. 4.19
ἢ ἀμφὶ πυκναῖς Τειρεσίαο βουλαῖς; (sc. θυμὸν τεὸν εὔφρανας) I. 7.8 ]ν ὀρθαι τε β[ουλ]αι τοῦτον[ (supp. Lobel) Θρ. 4. 16. esp. opp. to action and youth,βουλαὶ δὲ πρεσβύτεραι ἀκίνδυνον ἐμοὶ ἔπος παρέχοντι P. 2.65
κλέπτει τέ μιν οὐ θεὸς οὐ βροτὸς ἔργοις οὔτε βουλαῖς P. 3.30
θανέμεν χείρεσσιν ἢ βουλαῖς ἀκνάμπτοις P. 4.72
ἐν παισὶν νέος, ἐν δὲ βουλαῖς πρέσβυς P. 4.282
καὶ τὸ λοιπὸν ὁμοῖα διδοῖτ' ἐπ ἔργοισιν ἀμφί τε βουλαῖς ἔχειν P. 5.119
Ἡσυχία βουλᾶν τε καὶ πολέμων ἔχοισα κλαῖδας ὑπερτάτας P. 8.3
πράσσει γὰρ ἔργῳ μὲν σθένος, βουλαῖσι δὲ φρήν N. 1.27
ἔβλαστεν δ' υἱὸς Οἰνώνας βασιλεὺς χειρὶ καὶ βουλαῖς ἄριστος (τουτέστι, ἀνδρείᾳ καὶ φρονήσει. Σ.) N. 8.8 ἔνθα βουλαὶ γερόντων καὶ νεῶν ἀνδρῶν ἀριστεύοισιν αἰχμαί fr. 199. -
18 διπλόος
1 double παγκρατίῳ φθέγξαι ἑλεῖν Ἐπιδαύρῳ διπλόαν νικῶντ' ἀρετάν i. e. in boxing and in the pankratium N. 5.52 οὐ γνώμᾳ δᾰπλόαν θέτο βουλάν ambiguous N. 10.89ὅδ' ἀνὴρ διπλόαν νίκαν ἀνεφάνατο I. 4.70
τὶν δ' ἐν Ἰσθμῷ δᾰπλόα θάλλοισ ἀρετά I. 5.17
-
19 διώκω
1 pursueαὐτίκα γὰρ ἦλθε Λήδας παῖς διώκων N. 10.66
met. try to capture, attainὦ Μέλισσ, εὐμαχανίαν γὰρ ἔφανας Ἰσθμίοις ὑμετέρας ἀρετὰς ὕμνῳ διώκειν I. 4.3
ἀγαπᾶται μέτρα μὲν γνώμᾳ διώκων, μέτρα δὲ καὶ κατέχων I. 6.71
τερπνὸν ἐφάμερον διώκων ἕκαλος ἔπειμι γῆρας ἔς τε τὸν μόρσιμον αἰῶνα I. 7.40
μὴ πρεσβυτέραν ἀριθμοῦ δίωκε, θυμέ, πρᾶξιν fr. 127. 4.οὐ μιν διώξω O. 3.45
2 speed, drive cf.διώξιππος ὃς κεραυνοῦ τε κρέσσον ἄλλο βέλος διώξει χερὶ τριόδοντός τ' ἀμαιμακέτου I. 8.35
Ἄβδηρε [σέθ]εν Ἰάονι τόνδε λαῷ [παι]ᾶνα [δι]ώξω Δηρηνὸν Ἀπόλλωνα πάρ τ' Ἀφρο[δίταν (a metaphor derived from the chariot of song) Pae. 2.43a of playing a stringed instrument, run over φόρμιγγ' Ἀπόλλων ἐπτάγλωσσον χρυσέῳ πλάκτρῳ διώκων ἁγεῖτο παντοίων νόμων (διώκειν δέ φησιν αὐτόν, τὸ τάχος ἐμφῆναι βουλόμενος τῆς πλήξεως. Σ) N. 5.24b run through a song Πελασγὸν ἵππον ἢ κύνα Ἀμυκλάιαν μιμέο καμπύλον μέλος διώκων (an allusion to the chariot of song, v. Pae. 2.4 supra, and καμπύλον δίφρον 1. 4. 29; here of the hyporchema) *fr. 107a. 3*. -
20 εὐσεβής
1 dutiful, piousεὐσεβεῖ γνώμᾳ φυλάσσοντας μακάρων τελετάς O. 3.41
“ Πηλέι ὅν τ' εὐσεβέστατον φάτις Ἰαολκοῦ τράφειν πεδίον” I. 8.40 adv.,-έως. έως, ἐδώρησαν θεῶν κάρυκα λιταῖς θυσίαις πολλὰ δὴ πολλαῖσιν Ἑρμᾶν εὐσεβέως O. 6.79
См. также в других словарях:
γνώμα — γνώμᾱ , γνώμη means of knowing fem nom/voc/acc dual γνώμᾱ , γνώμη means of knowing fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γνώμα — γνῶμα, το (Α) [γιγνώσκω] 1. τεκμήριο 2. γνώμη, κρίση … Dictionary of Greek
γνῶμα — mark neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γνώμᾳ — γνώμᾱͅ , γνώμη means of knowing fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γνώμας — γνώμᾱς , γνώμη means of knowing fem acc pl γνώμᾱς , γνώμη means of knowing fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γνωματίζω — [γνώμα] γνωματεύω … Dictionary of Greek
γνώμαι — γνώμᾱͅ , γνώμη means of knowing fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γνώμαν — γνώμᾱν , γνώμη means of knowing fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρώμα — Α (κατά τον Ησύχ.) «ῥώμην, ἰσχύν, ὅρμημα, ὡς γνῶμα γνώμην». [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού ῥώμη κατά το γνῶμα] … Dictionary of Greek
γνῶμ' — γνῶμι , γιγνώσκω come to know aor subj act 1st sg (epic) γνῶμαι , γνώμη means of knowing fem nom/voc pl γνῶμα , γνῶμα mark neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
знамя — мени ср. р., др. русск. знамя знак, печать , ст. цслав. знамѩ, болг. знаме, чеш. znamě, польск. znamię признак . От знать. Отсюда же произведены знаменье, ст. слав. знамениѥ σημεῖον, σφραγίς (Супр.), ср. греч. γνῶμα признак . Сходство с лат.… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера