-
1 γνωμ'
γνῶμι, γιγνώσκωcome to know: aor subj act 1st sg (epic)γνῶμαι, γνώμηmeans of knowing: fem nom /voc plγνῶμα, γνῶμαmark: neut nom /voc /acc sg -
2 γνῶμ'
γνῶμι, γιγνώσκωcome to know: aor subj act 1st sg (epic)γνῶμαι, γνώμηmeans of knowing: fem nom /voc plγνῶμα, γνῶμαmark: neut nom /voc /acc sg -
3 γνώμη
γνώμ-η, ἡ,II organ by which one perceives or knows, intelligence,1 thought, judgement (τῆς ψυχῆς ἡ γ. Pl.Lg. 672b
),ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γ. S. Ant. 176
: acc. abs., γνώμην ἱκανός intelligent, Hdt.3.4; γ. ἀγαθός, κακός, S.OT 687, Ph. 910;τοιάδε τὴν γ. Id.El. 1021
;κατὰ γ. ἴδρις Id.OT 1087
(lyr.);γνώμᾳ διπλόαν θέτο βουλάν Pi.N.10.89
;γνώμῃ μαθεῖν τι S.OC 403
;γνώμῃ κυρήσας Id.OT 398
; γνώμῃ φρενῶν, opp. ὀργῇ, ib. 524;γνώμης ξύνεσις Th.1.75
;γνώμης μᾶλλον ἐφόδῳ ἢ ἰσχύος Id.3.11
;ταῖς γ. καὶ τοῖς σώμασι σφάλλεσθαι X. Cyr.1.3.10
, cf. Th.1.70; γνώμῃ, opp.τύχῃ, σωφρονοῦντες Isoc.3.47
; γνώμης ἅπτεσθαι affect the head, of wine or fever, Hp.Acut.63, Fract.11; γνώμην ἔχειν understand, S. El. 214 (lyr.), Ar.Ach. 396;πάντων γ. ἴσχειν S.Ph. 837
(lyr.); προσέχειν γνώμην give heed, attend,δεῦρο τὴν γ. προσίσχετε Eup.37
;πρὸς ἕτερον γνώμην ἔχειν Aeschin. 3.192
; to be on one's guard, Th.1.95; δηλοῦν τὴν γ. ἔν τινι to show one's wit in.., Id.3.37;ἐν γνώμῃ τι παραστῆσαι D.4.17
; ἀπὸ γνώμης φέρειν ψῆφον δικαίαν with a good conscience, A.Eu. 674; but οὐκ ἀπὸ γ. λέγεις not without judgement, with good sense, S.Tr. 389;ἄτερ γνώμης A.Pr. 456
;ἄνευ γ. S.OC 594
; γνώμῃ κολάζειν with good reason, X.An.2.6.10; γνώμῃ τῇ ἀρίστῃ (sc. κρίνειν or δικάζειν) to the best of one's judgement, in the dicasts' oath, Arist.Rh. 1375a29;ἡ καλουμένη γ. τοῦ ἐπιεικοῦς κρίσις ὀρθή Id.EN 1143a19
; soπερὶ ὧν ἂν νόμοι μὴ ὦσι, γνώμῃ τῇ δικαιοτάτῃ κρινεῖν D.20.118
;γ. τῇ δ. δικάσειν ὀμωμόκασιν Id.23.96
, cf. 39.40;τῇ δ. γ. Arist.Pol. 1287a26
; ὅστις γνώμῃ μὴ καθαρεύει has not a clear conscience, Ar.Ra. 355.2 will, disposition, inclination,εὐσεβεῖ γνώμᾳ Pi.O.3.41
;γ. Διός A.Pr. 1003
; ἐν γνώμῃ γεγονέναι τινί to stand high in his favour, Hdt.6.37; πάσῃ τῇ γ. with all one's zeal, Th.6.45;τίνα αὐτοὺς οἴεσθε γ. ἕξειν περὶ σφῶν αὐτῶν And.1.104
;γ. ἔ. περί τινα Lys.10.21
; πρὸς τοὺς Ἀθηναίους τὴν γ. ἔχειν to be inclined towards.., Th.5.44; ἐμπιμπλάναι τὴν γ. τινός satisfy his wishes, X.An.1.7.8, cf. HG6.1.15 (pl.); ἀφ' ἑαυτοῦ γνώμης on his own initiative, Th.4.68; ἐκ μιᾶς γ. of one accord, with one consent, D.10.59;μιᾷ γνώμῃ Th.1.122
, 6.17;διὰ μιᾶς γ. γίγνεσθαι Isoc.4.139
; κατὰ γνώμην according to one's mind or wishes,ὅταν τἀκεῖ θῶ κατὰ γνώμην ἐμήν E.Andr. 737
;ἄν τι μὴ κατὰ γ. ἐκβῇ D.1.16
: in pl., φίλιαι γνῶμαι friendly sentiments, Hdt. 9.4.III judgement, opinion,βροτῶν γ. Parm.8.61
; ταύτῃ.. τῇ γνώμῃ πλεῖστός εἰμι I in cline mostly to this view, Hdt.7.220 (s. v.l.); alsoταύτῃ πλεῖστος τὴν γνώμην εἰμί Id.1.120
;ἡ πλείστη γ. ἐστί τινι Id.5.126
;τλέον φέρει ἡ γ. τινί Id.8.100
;τὸ πλεῖστον τῆς γ. εἶχεν.. προσμεῖξαι Th.3.31
;γνώμην τίθεσθαι Hdt.3.80
; οὕτως τὴν γ. ἔχειν to be of this opinion, Th.7.15, cf. X.Cyr.6.2.8, Ar.Nu. 157;εἴ τινι γ. τοιαύτη παρειστήκει περὶ ἐμοῦ And.1.54
;τὴν αὐτὴν γ. ἔχειν Th.2.55
; τῆς αὐτῆς γ. εἶναι, ἔχεσθαι, Id.1.113, 140;ὁ αὐτὸς εἰμὶ τῇ γ. Id.3.38
; κατὰ γ. τὴν ἐμήν in my judgement or opinion, Hdt.2.26, 5.3; ellipt.,κατά γε τὴν ἐμήν Ar.Ec. 153
, cf. Plb.18.1.18, D.H.Isoc.3: abs.,γνώμην ἐμήν Ar.V. 983
, Pax 232; παρὰ γνώμην τοῖς Ἕλλησιν ἐγένετο contrary to general opinion, Th.4.40; but παρὰ γ. κινδυνευταί reckless venturers, Id.1.70, cf. 4.19; εἰπὲ μὴ παρὰ γ. ἐμοί either contrary to my wish, or contrary to your true opinion, A.Ag. 931, cf.Supp. 454: freq. of opinions delivered publicly,ἑστάναι πρὸς τὴν γ. τινός Th.4.56
; Θεμιστοκλέους γνώμῃ by the advice of Th., Id.1.90,93; γνώμην ἀποφαίνειν deliver an opinion, Hdt.1.40; ἀποδείκνυσθαι ib. 207;ἐκφαίνειν Id.5.36
; (anap.), Ar.Ec. 658;ἀποφαίνεσθαι E.Supp. 336
;ποιεῖσθαι περί τινων Th.3.36
; γνώμας κατέθεντο have made up their minds, Parm.8.53.2 proposition, motion,γνώμην εἰσφέρειν Hdt.3.80
,81;εἰπεῖν Th.8.68
, etc.; (but γνώμας προτιθέναι hold a debate, Th.3.36);γνῶμαι τρεῖς προεκέατο Hdt.3.83
: freq. in Inscrr., resolution, IG12.118.28, etc.; γ. στρατηγῶν ib.22.27; Κλεισόφου καὶ συμπρυτάνεων ib.1; ἡ ἐκφερομένη γ. ib.1051c26; γνώμην νικᾶν carry a motion, Ar.V. 594, Nu. 432;κρατεῖν τῇ γ. Plu.Cor.17
.3 γνῶμαι, αἱ, practical maxims, Heraclit. 78, S.Aj. 1091, X.Mem.4.2.9, Arist.Rh. 1395a11 (sg., 1394a22).4 in pl., fancies, illusions, S.Aj.52.5 intention, purpose, resolve, ἀπὸ τοιᾶσδε γνώμης with some such purpose as this, Th.3.92; γνώμην ποιεῖ σθαι, c.inf., propose to do, Id.1.128; κατὰ γνώμην of set purpose, D.H. 6.81 (so alsoγνώμης Lib.Or.33.13
, 50.12); τίνα ἔχουσα γνώμην; with what purpose? Hdt.3.119; οἶδα δ' οὐ γνώμῃ τίνι; with what intent? S.OT 527, cf. Aj. 448; ἡ ξύμπασα γ. τῶν λεχθέντων the general purport.., Th.1.22; ἦν τοῦ τείχους ἡ γνώμη.., ἵνα .. the purpose of it was.., that.., Id.8.90. -
4 γνωμηδόν
γνωμ-ηδόν, Adv. (Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γνωμηδόν
-
5 γνωμηστός
γνωμ-ηστός, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γνωμηστός
-
6 γνωμίδιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γνωμίδιον
-
7 γνωμικός
2 (γνώμη 111.3
), dealing in or suited to maxims, aidactic,περίοδος Hermog.Inv.4.3
;τὰ γ. S.E.M.1.278
;τὸ γ. D.Chr.52.17
; σχῆμα γ. Sch. Od.15.74. Adv.- κῶς Phld.Hom.p.15
O., Ath.5.191e.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γνωμικός
См. также в других словарях:
γνῶμ' — γνῶμι , γιγνώσκω come to know aor subj act 1st sg (epic) γνῶμαι , γνώμη means of knowing fem nom/voc pl γνῶμα , γνῶμα mark neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αργία — (Νομ.). H προσωρινή διακοπή της εργασίας λόγω εορτών κ.ά. Στο δίκαιο α. λέγεται η κατάσταση υπαλλήλου που δεν μπορεί να ασκήσει τα καθήκοντά του, επειδή έχει καταδικαστεί ή είναι υπόδικος. Στο εκκλησιαστικό δίκαιο, α. είναι η ποινή κληρικού, στη… … Dictionary of Greek
ασκανδάλιστος — και ασκαντάλιστος, η, ο (AM ἀσκανδάλιστος, ον) αυτός που δεν προσκρούει σε εμπόδια, ανενόχλητος μσν. νεοελλ. εκείνος που δεν σκανδαλίστηκε, που δεν μπήκε σε πειρασμό ή δεν έβαλε κακό στον νου του (γνωμ., «τρώε τρώε βρεχτοκούκια, ασκαντάλιστος ο… … Dictionary of Greek
ευθυγνωμίας — εὐθυγνωμίας, ὁ (Α) μάρτυρας ο οποίος δίνει ειλικρινή κατάθεση. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ευθυ γνωμ (< ευθύγνωμος) + παραγ. κατάλ. ίας (πρβλ. εισοδηματ ίας, κινηματ ίας) … Dictionary of Greek
κόπος — ο (ΑM κόπος) 1. κάματος, κόπωση, κούραση («οὐδὲ τὰ γόνατα κόπος έλεῑ μου καματηρός», Αριστοφ.) 2. η καταβολή σωματικών δυνάμεων ή ψυχικών προσπαθειών, εργασία (α. «κάθε μέρα σκοτώνεται στη δουλειά και κανείς δεν λογαριάζει τον κόπο του» β. «μήπως … Dictionary of Greek
μέτρο — Υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεγάλη ταχύτητα μεταφοράς, την πυκνότητα των σταθμών ανάμεσα στην αφετηρία και στο τέρμα (500 1000μ.) καθώς και την αξιοπιστία ως μέσο μεταφοράς. Οι σιδηροδρομικές… … Dictionary of Greek
μηδείς — μηδεμία, μηδέν, θηλ. και μηδεμιά (ΑΜ μηδείς, μηδεμία, μηδέν, Α και μηθείς, μηθεμία, μηθέν, αιολ. θηλ. μήδεϊα και μηδεΐα, Μ αρσ. και μηδένας) (αόρ. αντων.) 1. ούτε ένας, κανένας 2. φρ. α) «μηδένα πρὸ τοῡ τέλους μακάριζε» (λόγοι τού Σόλωνος προς… … Dictionary of Greek
μητέρα — και μήτηρ, η (ΑΜ μήτηρ, Α δωρ. τ. μάτηρ Μ και μητρί) 1. γυναίκα που έχει γεννήσει παιδί, μάννα 2. θηλυκό ζώο που έχει γεννήσει 3. πρώτη αρχή, αφορμή, αιτία («ἀργία μήτηρ πάσης κακίας», γνωμ.) 4. επίθετο τής Γης ως μητέρας όλων τών εμψύχων και… … Dictionary of Greek
μισώ — (ΑΜ μισῶ, έω) 1. αισθάνομαι μίσος για κάποιον, εχθρεύομαι 2. αποστρέφομαι, αντιπαθώ, αποφεύγω («πολλοί τον πλούτο εμίσησαν, τη δόξα ουδείς», γνωμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. μισῶ και μῖσος είναι αβέβαιης ετυμολ. Η άποψη κατά την οποία το μισῶ είναι… … Dictionary of Greek
νήφων — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ν.Β’. Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης. Η μνήμη του τιμάται στις 11 Αυγούστου. 2. Επίσκοπος Κωνσταντιανής. Ασκήτεψε στην Κωνσταντινούπολη και έγινε επίσκοπος Κωνσταντιανής, η οποία υπαγόταν στην… … Dictionary of Greek
νίκη — I Μυθολογική θεότητα. Ήταν η προσωποποίηση της ιδέας της νίκης, κόρη του γίγαντα Πάλλαντα και της Στυγός, που την πήγε στο Δία για να τον βοηθήσει στον αγώνα του εναντίον των Τιτάνων. Από τότε έμεινε για πάντα στον Όλυμπο με τον Δία. Η Ν. δεν… … Dictionary of Greek