Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

γναθμός

См. также в других словарях:

  • γναθμός — γναθμός, ο (Α) σαγόνι. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για παράλληλο τ. του γνάθος* και απαντά στην ποίηση. Ανάγεται σε IE *gon∂dh < *ĝenu «πιγούνι» + επίθημα μος, πιθ. αναλογικά προς τα λαιμός, βρεχμός, οφθαλμός] …   Dictionary of Greek

  • γναθμός — jaw masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γναθμοῖο — γναθμός jaw masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γναθμοῖς — γναθμός jaw masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γναθμοῖσι — γναθμός jaw masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γναθμοῖσιν — γναθμός jaw masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γναθμοί — γναθμός jaw masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γναθμοῦ — γναθμός jaw masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γναθμούς — γναθμός jaw masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γναθμῶ — γναθμός jaw masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γναθμῶν — γναθμός jaw masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»