Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

γλώττῃ

См. также в других словарях:

  • γλώττη — γλώσση , γλῶσσα tongue fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλώττῃ — γλώ̱ττῃ , γλῶσσα tongue fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Zunge, die — Die Zunge, plur. die n, Diminut. das Zünglein, das bewegliche Stück Fleisch im Munde, welches das vornehmste Werkzeug des Geschmackes und der Sprache ist. 1. Eigentlich; besonders in Rücksicht auf die Sprache. Eine schwere, stammelnde, geläufige …   Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart

  • CANTHARUS sub lingus — inter genitales notas, quibus in Aegypto olim insignitus erat Apis, reconlerut Plinio, l. 8. c. 46. de Apt bove. Insigne ei, in dextro latere candicans macula cornibus Lunae erescere incipientis. Nodus sub lingua, quem Cantharum appellant;… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PASSE-TEMPS et PASSER LE TEMPS — PASSE TEMPS, et PASSER LE TEMPS i. e. tempus transigere, dicitur apud Gallos, de his qui ludô tempus ducunt; quasi optime illi tempus terant, qui per ludum et oblectationes illud transigunt. Ex Graeco διάγειν, quod Latinis est avocare. Hinc Arnob …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κατακυλιστός — κατακυλιστός, ή, όν (Μ) [κατακυλίω] 1. κυκλικός («ἡ Γαλιλαίη κατακυλιστὴ τῇ Ἑλλάδι γλώττῃ ἑρμηνεύεται, διὸ καὶ Γελγὲ ὁ τροχὸς ὀνομάζεται» (Σευήρ. Αντ.) 2. αυτός που ρέπει προς ηθική κατάπτωση …   Dictionary of Greek

  • ολοφλυκτίς — ὀλοφλυκτίς και ὀλοφυκτίς, ίδος, ἡ (Α) φλύκταινα, φουσκάλα («τὸ δὲ ἐπιγιγνόμενον τῆ γλώττη ἑλκύδριον ὀλοφλυκτὶς καλεῑται», Πολυδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλός (Ι) + φλυκτίς «φουσκάλα». Ο τ. ὀλοφυκτίς με ανομοιωτική σίγηση τού λ ] …   Dictionary of Greek

  • ομοχρονώ — ὁμοχρονῶ, έω (Α) [ομόχρονος] 1. κρατώ το ίδιο χρονικό μέτρο, τον ίδιο μουσικό χρόνο με κάποιον άλλο («συνῳδὸν εἶναι τὴν κιθάραν καὶ ὁμοχρονεῑν τῇ γλώττῃ τὸ πλῆκτρον», Λουκιαν.) 2. ζω κατά τον ίδιο χρόνο, είμαι σύγχρονος ή πράττω κάτι συγχρόνως με …   Dictionary of Greek

  • πρόβολος — ον, Α βλ. πρόβολος. ο, ΝΑ, και πρόβολος, ον, Α νεοελλ. 1. ναυτ. πλάγιος ιστός που προεξέχει από την πλώρη ιστιοφόρου πλοίου, κν. μπομπρέσο 2. τεχνολ. α) (στη γεφυροποιία) η προεξοχή που κατασκευάζεται κυρίως στα υποβρύχια τμήματα τών μεσοβάθρων… …   Dictionary of Greek

  • υποσαίνω — ὑποσαίνω, ΝΑ, και επικ. τ. ὑποσσαίνω Α (για σκύλο) κουνώ την ουρά μου από χαρά νεοελλ. μτφ. κολακεύω και, γενικά, περιποιούμαι κάποιον με δουλοπρέπεια αρχ. 1. μτφ. (με αιτ.) φέρομαι κολακευτικά 2. φρ. «ὑποσαίνω τῇ γλώττῃ» (για λιοντάρι) κουνώ εδώ …   Dictionary of Greek

  • ВОЗНЕСЕНИЕ ГОСПОДНЕ — [греч. ᾿Ανάληψις τοῦ Κυρίου; лат. Ascensio Domini], Вознесение Иисуса Христа на небо одно из главных событий Свящ. истории. После В. Г. видимое земное присутствие Христа уступает место Его невидимому пребыванию в Церкви. В церковной традиции В. Г …   Православная энциклопедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»