-
1 Γλαυκος
ὅ Главк1) ὅ Πόντιος беотийский бог рыбаков и мореходов Eur., Arst.2) сын Сизифа, отец Беллерофонта Hom.3) сын Гипполоха, внук Беллерофонта, союзник Приама Hom.4) уроженец Хиоса, искусный ваятель и литейщик нач. V в. до н.э. Her.οὐχ ἥ Γλαύκου τέχνη погов. Plat. — это не искусство Главка, т.е. не бог весть какое хитрое дело;
ср. «не боги горшки обжигают» -
2 γλαυκος
I.Igen. к γλαύξ См. γλαυξII31) светло-синий, голубой, лазоревый или светло-серый, сизый(θάλασσα Hom., Plut.; λίμνη Soph.; ἅλς Eur.; ὄμματα Arst.)
κυανοῦ λευκῷ κεραννυμένου γλαυκὸν ἀποτελεῖται Plat. — от смешения синего с белым получается голубое2) зеленоватый, светло-зеленый(ἐλαία Soph., Eur.; χλόη Eur.; φύλλα Arst.; ὕαλος Anth.)
3) светлый, сверкающий, блистающий(δράκοντες Pind.; ἠώς Theocr.)
4) светлоглазый(ἔθνος Her.)
II.ὁ рыба горбыль ( Sciaena umbra) или сциена-орел ( Sciaena aqaila) Arst. -
3 γλαυκός
-
4 γλαυξ
атт. γλαῦξ, γλαυκός ἥ1) сова Arst., Plut.γλαῦκ΄ Ἀθήναζε Arph. и εἰς Ἀθήνας (sc. φέρειν) погов. Luc. — нести сову в Афины (ср. «морю воды добавлять») ( сова была посвящена Афине и служила ее эмблемой)
2) «сова» (афинская четырехдрахмовая монета, с изображением совы)γλαῦκες Λαυριωτικαί Arph. — четырехдрахмовики из лаврийского серебра (см. Λαύρειον)
-
5 εγγλαυκος
-
6 ετερογλαυκος
-
7 υπογλαυκος
-
8 γλαυκόχρους
-
9 γλαυκωπός
η, ό[ν]1) см. γλαυκός 2; 2) голубоглазый
См. также в других словарях:
Γλαῦκος — Γλαύκος masc nom sg Γλαῦκος fish of grey colour masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλαυκός — I Ονομασία διαφόρων ποταμών της αρχαιότητας. 1. Ποταμός της Αχαΐας, που πήγαζε από τις πλαγιές του Παναχαϊκού και εξέρεε στα νότια της Πάτρας. Ταυτίζεται με τον ομώνυμο σημερινό ποταμό, τον γνωστό και με την ονομασία Λέκας. 2. Μικρός ποταμός της… … Dictionary of Greek
γλαύκος — I Ονομασία διαφόρων ποταμών της αρχαιότητας. 1. Ποταμός της Αχαΐας, που πήγαζε από τις πλαγιές του Παναχαϊκού και εξέρεε στα νότια της Πάτρας. Ταυτίζεται με τον ομώνυμο σημερινό ποταμό, τον γνωστό και με την ονομασία Λέκας. 2. Μικρός ποταμός της… … Dictionary of Greek
γλαυκός — γλαύξ the little owl fem gen sg (attic) γλαυκός gleaming masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλαῦκος — γλαύξ the little owl fem gen sg (attic) γλαῦκος fish of grey colour masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλαύκος ο ατλαντικός — (glaucus atlanticus). Γαστερόποδο μαλάκιο της τάξης των γυμνοβραγχίων. Διαδεδομένος στον Ατλαντικό, τυπικό είδος της θάλασσας των Σαργασσών, συναντάται και στη Μεσόγειο. Ζώο του πελάγους, κολυμπάει κάτω ακριβώς από την επιφάνεια του νερού και… … Dictionary of Greek
γλαυκός — ή, ό γαλανός, γαλάζιος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Κληρίδης, Γλαύκος — (Λευκωσία 1919 –). Κύπριος πολιτικός, πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας (1993 98, 1998 2003). Σπούδασε νομικά στο King’s College του πανεπιστημίου του Λονδίνου και άσκησε το επάγγελμα του δικηγόρου στην Κύπρο. Αγωνίστηκε για την ανεξαρτησία της… … Dictionary of Greek
Αλιθέρσης, Γλαύκος — (Λεμεσός 1897 – 1965).ψευδώνυμο του ποιητή Μιχάλη Χατζηδημητρίου. Σπούδασε στην Αθήνα φυσική αγωγή και εγκαταστάθηκε έπειτα στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου απ’ όπου και επαναπατρίστηκε λίγα χρόνια πριν από τον θάνατό του. Έργα του: Κρινάκια του… … Dictionary of Greek
Γλαύκω — Γλαύκος masc nom/voc/acc dual Γλαύκος masc gen sg (doric aeolic) Γλαύ̱κω , Γλαῦκος fish of grey colour masc nom/voc/acc dual Γλαύ̱κω , Γλαῦκος fish of grey colour masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλαυκά — γλαυκός gleaming neut nom/voc/acc pl γλαυκά̱ , γλαυκός gleaming fem nom/voc/acc dual γλαυκά̱ , γλαυκός gleaming fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)