-
1 υπογλαυκος
См. также в других словарях:
ὑπόγλαυκος — somewhat grey masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπόγλαυκος — ον, Α κάπως γλαυκός, με ανοιχτό γαλανό χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + γλαυκός] … Dictionary of Greek
ὑπόγλαυκον — ὑπόγλαυκος somewhat grey masc/fem acc sg ὑπόγλαυκος somewhat grey neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπογλαύκοις — ὑπόγλαυκος somewhat grey masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπογλαύκους — ὑπόγλαυκος somewhat grey masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπόγλαυκα — ὑπόγλαυκος somewhat grey neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπόγλαυκοι — ὑπόγλαυκος somewhat grey masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπογλαυκίζω — Μ [ὑπόγλαυκος] αρχίζω να γίνομαι γλαυκός … Dictionary of Greek