-
21 γεω-μόρος
γεω-μόρος, dor. γαμόρος, sp. Ep. γειομόρος, w. m. s.; 1) wer bei der Ackervertheilung ein Stück Land bekommen hat, Gutsbesitzer, dah. in Staaten, wo Grundbesitz den Haupttheil des Vermögens ausmacht, Vornehmer, Edler im Staate; so in Syrakus, Samos, Her. 5, 77. 6, 22. 7, 155; Thuc. 8, 21; Aesch. Suppl. 608 nennt die Bürger in Argos so; in Athen der Bauernstand nach der Eintheilung des Theseus, Plut. Thes. 25. Uebh. der Begüterte, Plat. Legg. V, 737 e VIII, 843 b. – 2) adj., das Land bestellend, βοῠς Ap. Rh. 1, 1214. – 3) οἱ, Ackervertheiler, decemviri agris dividundis, Dion. Hal. 9, 52.
-
22 γειο-μόρος
γειο-μόρος, = γεωμόρος, ackerbestellend, Ap. Rh. 3, 1387; βότρυος Apollnds 5 (VI, 238); a. sp. D.; ἄροτρον Dion. Per. 190.
-
23 κακό-μορος
κακό-μορος, dasselbe, VLL.
-
24 γη-μόρος
γη-μόρος, ὁ, = γεωμόρος, w. m. s.
-
25 κάμ-μορος
κάμ-μορος, ep. = κακόμορος, oder κατάμορος (vgl. Arcad. 71, 28), unglücklich, περὶ πάντων κάμμορε φωτῶν, Od. 11, 216. 2, 351, öfter, immer von Menschen.
-
26 γᾱ-μόρος
-
27 δυς-άμ-μορος
δυς-άμ-μορος, sehr unglücklich; Homer viermal, Iliad. 19, 315. 22, 428. 485. 24, 727. – Sp., wie Mel. 15 (XII, 72).
-
28 δύς-μορος
δύς-μορος, von unglücklichem Schicksal, unglücklich. Homer achtmal, stets im singular., stets als Versanfang: Odyss. 1, 49. 7, 270. 16, 139. 20, 194. 24, 290. 311 Iliad. 22, 60. 481. An letzterer Stelle mit αἰνόμορος zusammengestellt, ὅ μ' ἔτρεφε τυτϑὸν ἐοῦσαν, δύσμορος αἰνόμορον, vgl. Scholl. Didym. Mit δύστηνος verbunden Iliad. 22, 60 πρὸς δ' ἐμὲ τὸν δύστηνον ἔτι φρονέοντ' ἐλέησον, δύσμορον, ὅν ῥα πατὴρ Κρονίδης ἐπὶ γήραος οὐδῷ αἴσῃ ἐν ἀργαλέῃ φϑίσει, und Odyss. 24, 290 ὅτε ξεί. νισσας ἐκεῖνον σὸν ξεῖνον δύστηνον, ἐμὸν παῖδ', εἴ ποτ' ἔην γε, δύσμορον. Vgl. αἰνόμορος, ἄμμορος, δυσάμμορος, ἔμμορος, ἰσόμορος, κάμμορος, περικάμμορος, ὠκύμορος und ὑπέρμορον. – Soph. sehr oft, wie Eur. u. sp. D. – Adv., Aesch. Spt. 819.
-
29 θεό-μορος
θεό-μορος, von Gott verhängt, dor. ϑεύμορος, γάμου γέρας Pind. Ol. 7, 38, vgl. Ol. 3, 10 P. 5, 5.
-
30 θεύ-μορος
-
31 αἰνό-μορος
αἰνό-μορος, schreckliches Schicksal habend, sehr unglücklich, Hom. dreimal, Iliad. 22, 481 ὅ μ' ἔτρεφε τυτϑὸν ἐοῠσαν δύσμορος αἰνόμορον, Od. 9, 53. 24, 169 Versanfang ἡμῖν αἰνομόροισιν, Aesch. Spt. 886 u. sp. D.
-
32 ὀψί-μορος
-
33 ἀντί-μορος
ἀντί-μορος, gegentheilig, entsprechend, τινί, Inscr. 160, 2, v. Boeckh.
-
34 ἀλεξί-μορος
ἀλεξί-μορος, Tod abwehrend, Soph. O. R. 163, τρισσοὶ ϑεοί, Diana, Apollo, Minerva; auch Nonn.
-
35 ἄ-μορος
-
36 ἑξά-μορος
-
37 ἔμ-μορος
ἔμ-μορος, theilhaftig, τιμῆς καὶ αἰδοῠς Od. 8, 480; dah. glücklich, Byz. Anath. 26 (aber Plan. 72 steht ἔμπορε). – Vom Schicksal zugetheilt, Hesych.
-
38 ἰσό-μορος
ἰσό-μορος, gleichen Antheil habend, Il. 15, 209 u. sp. D. wie Nic. Th. 105; ἔργον ἀραχναίοις νήμασι, gleich, Antip. Sid. 21 (VI, 206).
-
39 ὠκύ-μορος
-
40 βρόχιος μόρος
См. также в других словарях:
μόρος — fate masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μόρος — ο (ΑΜ μόρος) μοίρα, τύχη, ειμαρμένη, πεπρωμένο αρχ. 1. όλεθρος, θάνατος 2. νεκρός, πτώμα 3. μονάδα μέτρησης επιφανειών στη Λοκρίδα και στην Μυτιλήνη 4. ως κύριο όν. ὁ Μόρος μυθικό πρόσωπο, ο γιος τής Νύκτας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μορ ετεροιωμένη… … Dictionary of Greek
Μόρος — ο, θηλ. Μόρα (Μ Μόρος) Άραβας και, γενικά, Βορειοαφρικανός ή Ισπανός αραβικής καταγωγής, Μαύρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. Μoro] … Dictionary of Greek
μόρε — μόρος fate masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μόροι — μόρος fate masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μόρους — μόρος fate masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ισόμορος — ἰσόμορος, ον (Α) 1. (για τη σχέση τού Ποσειδώνος με τον Δία) ισόμοιρος, με ίσο μερίδιο 2. όμοιος 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰσόμορον το ίσο μερίδιο, το ίσο μέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + μορος (< μόρος), πρβλ. πρωτό μορος, ωκύ μορος] … Dictionary of Greek
κακόμορος — κακόμορος, ον (AM) (γλώσσα τού Ησύχ. στη λ. ἄμμορον και τού λεξ. Σούδα στη λ. ἄμμορος) κακόμοιρος*. επίρρ... κακομόρως (Α) με κακή μοίρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + μορος (< μόρος), πρβλ. αινό μορος, πρωτό μορος] … Dictionary of Greek
μείρομαι — (I) (ΑM μείρομαι) 1. (στον παθ. παρακμ. και υπερσ. ως απρόσ.) εἵμαρται, εἵμαρτο είναι πεπρωμένο, είναι (ήταν) ορισμένο από τη μοίρα («νῡν δὲ με λευγαλέῳ θανάτῳ εἵμαρτο ἁλῶναι», Ομ. Ιλ.) 2. (το θηλ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) ἡ εἱμαρμένη η μοίρα,… … Dictionary of Greek
πρόσμορος — ον, Α ο καταδικασμένος από τη μοίρα σε θλίψη και δυστυχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + μορος (< μόρος «μοίρα»), πρβλ. έμ μορος] … Dictionary of Greek
ταχύμορος — ον, ΜΑ αυτός που πεθαίνει γρήγορα, βραχύβιος («ἀλλα ταχύμορον γυναικογήρυτον ὄλλυται κλέος», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + μορος (< μόρος), πρβλ. κακό μορος] … Dictionary of Greek