-
1 αἰνό-μορος
αἰνό-μορος, schreckliches Schicksal habend, sehr unglücklich, Hom. dreimal, Iliad. 22, 481 ὅ μ' ἔτρεφε τυτϑὸν ἐοῠσαν δύσμορος αἰνόμορον, Od. 9, 53. 24, 169 Versanfang ἡμῖν αἰνομόροισιν, Aesch. Spt. 886 u. sp. D.
-
2 αἰνόμορος
αἰνό-μορος ( μόρος): dire-fated.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > αἰνόμορος
-
3 αἰνόμορος
αἰνό-μορος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἰνόμορος
-
4 αἰνόμορος
αἰνό-μορος, schreckliches Schicksal habend, sehr unglücklich -
5 αινομορος
См. также в других словарях:
κακόμορος — κακόμορος, ον (AM) (γλώσσα τού Ησύχ. στη λ. ἄμμορον και τού λεξ. Σούδα στη λ. ἄμμορος) κακόμοιρος*. επίρρ... κακομόρως (Α) με κακή μοίρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + μορος (< μόρος), πρβλ. αινό μορος, πρωτό μορος] … Dictionary of Greek