-
1 γειο-μόρος
γειο-μόρος, = γεωμόρος, ackerbestellend, Ap. Rh. 3, 1387; βότρυος Apollnds 5 (VI, 238); a. sp. D.; ἄροτρον Dion. Per. 190.
-
2 γειομόρος
A = γεωμόρος, A.R.3.1387, AP9.438 (Phil.), D.P.190.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γειομόρος
-
3 γειομόρος
См. также в других словарях:
γειομόρος — γειομόρος, ο (Α) 1. αυτός που κατοικεί σε αγρό και τον καλλιεργεί 2. εκείνος που κατοικεί μέσα στη γη («γειομόροι μύρμηκες») 3. αυτός που κατέχει μοίρα, κομμάτι γης 4. (για το αλέτρι) αυτό που χωρίζει τη γη, το χώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γειο < γη +… … Dictionary of Greek