Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

γειο-μόρος

См. также в других словарях:

  • γειομόρος — γειομόρος, ο (Α) 1. αυτός που κατοικεί σε αγρό και τον καλλιεργεί 2. εκείνος που κατοικεί μέσα στη γη («γειομόροι μύρμηκες») 3. αυτός που κατέχει μοίρα, κομμάτι γης 4. (για το αλέτρι) αυτό που χωρίζει τη γη, το χώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γειο < γη +… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»