-
101 λευστηρ
-
102 ξυμμορος
2обложенный данью или налогами, т.е. зависимый, подвластный -
103 παμμορος
-
104 παμφθαρτος
-
105 πλαθω
I(ᾱ) тж. med. приближаться(τινί Soph., med. Eur.; τι Eur., med. Plat.)
μόρος ἀπότομος πλάθει Eur. — надвигается жестокая смертьII -
106 πολυπενθης
21) глубоко опечаленный, удрученный горем, скорбящий(ἀλκυών, θυμός Hom.)
2) весьма тяжелый, мучительный(μόρος Aesch.)
-
107 πρωτομορος
-
108 ριπτος
3[adj. verb. к ῥίπτω См. ριπτω] (с)брошенныйὁ ῥ. Ἰφίτου μόρος Soph. — смерть Ифита, сброшенного (Гераклом) со стен города
-
109 συμμορος
2обложенный данью или налогами, т.е. зависимый, подвластный -
110 σφαγιος
-
111 ταχυμορος
-
112 φυω
(impf. ἔφυου, fut. φύσω с ῠ, aor. 1 ἔφῡσα, aor. 2 ἔφῡν, pf. πέφῡκα, ppf. ἐπεφύκειν с ῠ; med. - с aor. 2 и pf. act., part. φύς, inf. φῦναι; pass.: fut. φυήσομαι, aor. 2 ἐφύην) тж. med.1) производить на свет, взращивать, (по)рождать, создавать(τί τινι Xen.; σοφοὺς υἱεῖς Plat.)
καρπὸν φ. Her. — приносить плод(ы);ὅ φύσας (πατήρ) Eur. — родитель, отец;οἱ φύσαντες Eur., Arph. — родители;φ. ποίην Hom. — покрываться травой;φ. φύλλα καὴ ὄζους Hom. — пускать листья и ветви;φ. πώγωνα Her. — обрастать бородой;γλῶσσαν μοῦνον θηρίων οὐκ ἔφυσε Her. — это - единственное животное, не имеющее языка;τοὺς ὀδόντας φύει Plat. — у него прорезываются зубы;φ. τὰ πτερά Arph. — оперяться, Plat. окрыляться;φ. σάρκα и σάρκας Plat. — обрастать плотью:φ. φρένας Soph. — становиться разумным, но тж. становиться надменным и одарять разумом (φ. ἀνθρώποις Soph.);φύσει πεφυκώς Plat. — врожденный;ἀνθρώπῳ πεφυκότι εἴη ῥᾷον … Xen. — природа человека такова, что ему легче …;τὰ φύσει πεφυκότα Lys. — то, что создано природой, естественный порядок вещей;πιστὸν νομίζειν τινὰ φύσει φύεσθαι Xen. — считать кого-л. честным по природе;σοφὸς πεφυκώς Soph. — будучи по природе умным;εἰ μέ κακὸς πέφυκα Soph. — если я не зол по природе;ὡς πέφυκε Xen. — естественным образом, как обычно бывает;ὡς οὐ πέφυκεν Plut. — сверх всякого обыкновения;πᾶσι θνατοῖς ἔφυ μόρος Soph. — смерть присуща всем смертным;οὔτω δέ τούτων πεφυκότων Plat. — ввиду так сложившихся обстоятельств;εὖ πεφυκέναι πρός τι Xen. и κατά τι Dem. — быть созданным для чего-л., иметь природную склонность к чему-л.;πεφύκασι ἄπαντες ἁμαρτάνειν Thuc. — ошибаться свойственно всем2) вырастать, расти, рождаться, возникать(ἀνδρῶν γενεέ ἥ μὲν φύει, ἥ δ΄ ἀπολήγει Hom.; ῥόδα φύεται αὐτόματα Her.; τὰ φυόμενα ἐκ τῆς γῆς Xen.)
σῖτον εὔχεσθαι καλὸν φύεσθαι Xen. — молиться, чтобы хлеб хорошо уродился;ἥ κεφαλέ θριξὴ πεφυκυῖα Diod. — поросшая волосами (косматая) голова;πεφυκέναι (тж. φῦναι) τινός, ἔκ и ἀπό τινος Trag., Xen., Plat. — родиться от кого-л., быть рожденным кем-л.;πρᾶγμα φυομένον ἐν τῇ Ἑλλάδι Xen. — то, что происходит в Элладе3) med. припадать, прижиматьсяἐν χείρεσσι φύοντο Hom. — они пожали друг другу руки;
οἱ φῦ χειρί Hom. — она схватила его за руку;ὀδὰξ ἐν χείλεσι φύντες Hom. — закусив губы -
113 ωκυμορος
-
114 ωκυπετης
-
115 γαμόρος
γᾱμόρος, γημόροςPLond.ined.masc nom sg (doric) -
116 μόροιο
μόρονblack mulberry: neut gen sg (epic)μόροςfate: masc gen sg (epic) -
117 μόροις
μόρονblack mulberry: neut dat plμόροςfate: masc dat pl -
118 μόροισι
μόρονblack mulberry: neut dat pl (epic ionic aeolic)μόροςfate: masc dat pl (epic ionic aeolic) -
119 μόρον
μόρονblack mulberry: neut nom /voc /acc sgμόροςfate: masc acc sg -
120 μόρου
μόρονblack mulberry: neut gen sgμόροςfate: masc gen sg
См. также в других словарях:
μόρος — fate masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μόρος — ο (ΑΜ μόρος) μοίρα, τύχη, ειμαρμένη, πεπρωμένο αρχ. 1. όλεθρος, θάνατος 2. νεκρός, πτώμα 3. μονάδα μέτρησης επιφανειών στη Λοκρίδα και στην Μυτιλήνη 4. ως κύριο όν. ὁ Μόρος μυθικό πρόσωπο, ο γιος τής Νύκτας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μορ ετεροιωμένη… … Dictionary of Greek
Μόρος — ο, θηλ. Μόρα (Μ Μόρος) Άραβας και, γενικά, Βορειοαφρικανός ή Ισπανός αραβικής καταγωγής, Μαύρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. Μoro] … Dictionary of Greek
μόρε — μόρος fate masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μόροι — μόρος fate masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μόρους — μόρος fate masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ισόμορος — ἰσόμορος, ον (Α) 1. (για τη σχέση τού Ποσειδώνος με τον Δία) ισόμοιρος, με ίσο μερίδιο 2. όμοιος 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰσόμορον το ίσο μερίδιο, το ίσο μέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + μορος (< μόρος), πρβλ. πρωτό μορος, ωκύ μορος] … Dictionary of Greek
κακόμορος — κακόμορος, ον (AM) (γλώσσα τού Ησύχ. στη λ. ἄμμορον και τού λεξ. Σούδα στη λ. ἄμμορος) κακόμοιρος*. επίρρ... κακομόρως (Α) με κακή μοίρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + μορος (< μόρος), πρβλ. αινό μορος, πρωτό μορος] … Dictionary of Greek
μείρομαι — (I) (ΑM μείρομαι) 1. (στον παθ. παρακμ. και υπερσ. ως απρόσ.) εἵμαρται, εἵμαρτο είναι πεπρωμένο, είναι (ήταν) ορισμένο από τη μοίρα («νῡν δὲ με λευγαλέῳ θανάτῳ εἵμαρτο ἁλῶναι», Ομ. Ιλ.) 2. (το θηλ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) ἡ εἱμαρμένη η μοίρα,… … Dictionary of Greek
πρόσμορος — ον, Α ο καταδικασμένος από τη μοίρα σε θλίψη και δυστυχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + μορος (< μόρος «μοίρα»), πρβλ. έμ μορος] … Dictionary of Greek
ταχύμορος — ον, ΜΑ αυτός που πεθαίνει γρήγορα, βραχύβιος («ἀλλα ταχύμορον γυναικογήρυτον ὄλλυται κλέος», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + μορος (< μόρος), πρβλ. κακό μορος] … Dictionary of Greek