-
1 πρωτο-λεχής
πρωτο-λεχής, ές, zuerst gebärend, Opp. Hal. 4, 197.
-
2 χαμαι-λεχής
χαμαι-λεχής, ές, = χαμαικοίτης, κοίτη, Antp. Sid. 82 (VII, 413).
-
3 κοινο-λεχής
κοινο-λεχής, ές, = κοινόλεκτρος; Soph. El. 97, vom Aegisthus; Sp.
-
4 γη-λεχής
γη-λεχής, ές, auf der Erde gebettet, Call. Del. 286.
-
5 εὐ-λεχής
-
6 δεινο-λεχής
δεινο-λεχής, ές, unglücklich vermählt, Orph. Arg. 904.
-
7 μονο-λεχής
-
8 θερει-λεχής
θερει-λεχής, ές, zum Sommerlager bequem, πλάτανος, des Schattens wegen, Nic. Th. 585.
-
9 αἰνο-λεχής
αἰνο-λεχής, unglücklich vermählt, Orph. Arg., Medea, 878. 1175.
-
10 ἀ-πειρο-λεχής
ἀ-πειρο-λεχής, ές (λέχος), des Ehebetts unkundig, Artemis, Ar. Th. 119.
-
11 ὀρει-λεχής
ὀρει-λεχής, ές, in den Bergen liegend, schlafend, λέοντες, Empedocl. 227 bei Ael. H. A. 12, 7.
-
12 ἀ-λεχής
ἀ-λεχής, zw. Conj. Eur. El. 481.
-
13 ἱππο-λεχής
ἱππο-λεχής, ές, ein Pferd geboren habend, Orak. bei Paus. 8, 42, 4.
-
14 ἰσο-λεχής
-
15 αἰνολεχής
αἰνο-λεχής, unglücklich vermählt; Medea -
16 ἀπειρολεχής
-
17 γηλεχής
-
18 θερειλεχής
θερει-λεχής, ές, zum Sommerlager bequem, πλάτανος, des Schattens wegen -
19 ἱππολεχής
ἱππο-λεχής, ές, ein Pferd geboren habend -
20 μονολεχής
μονο-λεχής, ές, von der Frau, neben φίλανδρος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Λέχης — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λέχης — Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν γιος του Ποσειδώνα και της νύμφης Πειρήνης, κόρης του ποταμού Αχελώου, καθώς και αδελφός του Κεγχρία. Ο Λ. ήταν επώνυμος ήρωας του Λεχαίου (βλ. λ. Λέχαιο), επίνειου της Κορίνθου στον Κορινθιακό… … Dictionary of Greek
Λέχαι — Λέχης masc nom/voc pl Λέχᾱͅ , Λέχης masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λεχέων — Λέχης masc gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λεχῶν — Λέχης masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λέχεα — Λέχης masc acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λέχη — Λέχης masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λέχην — Λέχης masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λέχω — Λέχης masc gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λέχα — Λέχᾱ , Λέχης masc nom/voc/acc dual Λέχης masc voc sg Λέχᾱ , Λέχης masc gen sg (doric aeolic) Λέχης masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευλεχής — εὐλεχής, ές (Α) εύλεκτρος* («εὐλεχέος θαλάμου», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + λεχής (< λέχος), πρβλ. απειρο λεχής, κοινο λεχής κ.ά.] … Dictionary of Greek