-
1 μονο-λεχής
-
2 μονολεχής
μονο-λεχής, ές, von der Frau, neben φίλανδρος
См. также в других словарях:
ισολεχής — ἰσολεχὴς, ές (Α) αυτός που έχει την ίδια κλίνη με κάποιον άλλο, όμόκοιτος*, ὁμόλοχος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + λεχής (< λέχος «κρεβάτι»), πρβλ. απειρο λεχής, μονο λεχής] … Dictionary of Greek
νεηλεχής — νεηλεχής, ές (Μ) αυτός που νυμφεύθηκε πρόσφατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)* + λεχής (< λέχος) πρβλ. κοινο λεχής, μονο λεχής. Το η τού τ. οφείλεται σε μετρικούς λόγους] … Dictionary of Greek