-
1 πρωτο-λεχής
πρωτο-λεχής, ές, zuerst gebärend, Opp. Hal. 4, 197.
-
2 πρωτολεχής
πρωτο-λεχής, ές, zuerst gebärend
См. также в других словарях:
ιππολεχής — ἱππολεχής, ές (Α) (για τη Δηώ) αυτή που γέννησε ίππο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + λεχής (< λέχος), πρβλ. γη λεχής, πρωτο λεχής] … Dictionary of Greek
κοινολεχής — κοινολεχής, ές (AM) αυτός που έχει κοινό κρεβάτι με άλλον, συγκοιμώμενος, σύντροφος τού κρεβατιού, σύζυγος ή εραστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + λεχής (< λέχος), πρβλ. ορει λεχής, πρωτο λεχής] … Dictionary of Greek