-
1 ἱππο-λεχής
ἱππο-λεχής, ές, ein Pferd geboren habend, Orak. bei Paus. 8, 42, 4.
-
2 ἱππολεχής
ἱππο-λεχής, ές, ein Pferd geboren habend
См. также в других словарях:
ιππολεχής — ἱππολεχής, ές (Α) (για τη Δηώ) αυτή που γέννησε ίππο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + λεχής (< λέχος), πρβλ. γη λεχής, πρωτο λεχής] … Dictionary of Greek