Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

γερόντιον

См. также в других словарях:

  • γερόντιον — little old man neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεροντίοις — γερόντιον little old man neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεροντίου — γερόντιον little old man neut gen sg γεροντίας father s father masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεροντίων — γερόντιον little old man neut gen pl γεροντιάω grow old imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) γεροντιάω grow old imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεροντίῳ — γερόντιον little old man neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γερόντια — γερόντιον little old man neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γερόντιο — το (AM γερόντιον) γεροντάκι*, γεράκος αρχ. η γερουσία τών Καρχηδονίων. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκοριστικό τού γέρων ( οντος)] …   Dictionary of Greek

  • υπόκωφος — η, ο / ὑπόκωφος, ον, ΝΜΑ [κωφός] (για ήχο) αυτός που ακούγεται σαν να προέρχεται από βάθος, βαθύς μσν. αρχ. ο αμβλύς στην ακοή ή, γενικότερα, στις αισθήσεις («δύσκολον γερόντιον ὑπόκωφον», Αριστοφ.) αρχ. παράλογος, ασυνάρτητος. επίρρ... ὑπόκωφα Ν …   Dictionary of Greek

  • Έλιοτ, ΤΣ (Τόμας Στερνς) — (Thomas Stearns Eliot, Σεν Λούις, Μιζούρι 1888 – Λονδίνο 1965). Αμερικανός ποιητής, που αργότερα πήρε την αγγλική υπηκοότητα. Σπούδασε στο Χάρβαρντ και στη συνέχεια στο Παρίσι και στην Οξφόρδη, όπου ανακάλυψε και μελέτησε την ποίηση των Γάλλων… …   Dictionary of Greek

  • γεροντίωι — γεροντίῳ , γερόντιον little old man neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»