-
1 γερουσιαστής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γερουσιαστής
-
2 γερουσιαστής
senatorΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > γερουσιαστής
-
3 γερουσιασταί
γερουσιαστήςmember of a: masc nom /voc pl -
4 γερουσιαστών
-
5 γερουσιαστῶν
-
6 γέρων
γέρων, - οντοςGrammatical information: m.Derivatives: γερούσιος `concerning the elders' (Il.), γερουσία `council of the elders' (in Sparta, Carthago etc., D.), γερουσίας `member of the γ.' (Sparta), γερουσιαστής `id.' (Plb.; Chantraine 316ff.), γερουσιακός. - Demin. γερόντιον (Ar.), γερόντειος (Ar.) etc. Denom. γεροντεύω `be senator' (Sparta), with γεροντεία (Ephesos). γεροντιάω `get older' (D. L.). - Beside γέρων, γέροντ- there are a few formation with γερυ-: γέρυς and γερύτας γέρων H., (cf. πρέσβυς und πρεσβύτας). PN Γερύλος, Γέρυλλος, Γερυς, - υδος hypocoristic? (Bechtel Namenstudien 15). - Of the forms with - οι- γεροίταν πάππον. Κρῆτες H. is inverted writing for γερύταν; γεροῖα n. pl. `old stories' (Corinn.), if correct, perhaps after the adj. in - οῖος (s. Bechtel Dial. 1, 304). - Unclear is (cf. Scheller Oxytonierung 33 n. 2) γερωνία (H.), s. Latte. - γερωχία (Ar. Lys. 980) is perhaps graphic for Lak. γερω`ία (v. Fritz AmJPh 66, 196f.; but s. Wackernagel Unt. 208 n. 2; also Schwyzer 218 n. 1). - γεράτης of a horse, `old' (P.Oxy 6, 922; DELG refers to γερατία not in LSJ).Origin: IE [Indo-European] [390] *ǵerh₂- `be, become old'Etymology: Identical with Skt. járant-, Osset. zärond `old (man)'. In the RV. still ptc. to járati `make, become old' (beside jū́ryati, jī́ryati `become old'). - Cf. further Arm. cer, -oy `old man' (o-stem), NPers. zar `id.' - On the word for `corn', Lat. grānum etc., s. γίγαρτον. - Cf. γέρας, γῆρας, γραῦς.Page in Frisk: 1,301-302Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > γέρων
См. также в других словарях:
γερουσιαστής — ο (AM γερουσιαστής) [γερουσία] μέλος τής γερουσίας* … Dictionary of Greek
γερουσιαστής — ο μέλος της γερουσίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γερουσιασταί — γερουσιαστής member of a masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γερουσιαστῶν — γερουσιαστής member of a masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταξάς — I Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 440 μ., 69 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεσολογγίου του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο νότιο άκρο του νομού, στα δεξιά του ποταμού Εύηνου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μακρυνείας. 2.… … Dictionary of Greek
Μαυρομιχάλης — Επώνυμο οικογένειας εθνικών αγωνιστών και πολιτικών από τη Μάνη. Σύμφωνα με την παράδοση προέρχονταν από τη Θράκη, ωστόσο στα μέσα του 14ου αι. δέχτηκαν πιέσεις από τους Τούρκους και κατέφυγαν στη Μάνη, όπου τελικά εγκαταστάθηκαν. Πολλά μέλη της… … Dictionary of Greek
Κρότσε, Μπενεντέτο — (Benedetto Croce, Πεσκασερόλι, Άκουιλα 1866 – Νάπολη 1952). Ιταλός φιλόσοφος, ιστορικός και κριτικός της λογοτεχνίας. Αφού έχασε τους γονείς του στον σεισμό της Καζαμιτσόλα (Ίσκια), έζησε στη Ρώμη κοντά στον θείο και κηδεμόνα του, Σίλβιο Σπαβέντα … Dictionary of Greek
Λιδωρίκης — Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821 από το Λιδορίκι της Φωκίδας. 1. Αθανάσιος (1788 – ;). Ήταν ανιψιός του Αναγνώστη (βλ. 2.). Στάλθηκε ως όμηρος στον Αλή πασά των Ιωαννίνων μαζί με τα εξαδέλφια του. Διακρίθηκε για τη φιλομάθειά του και την… … Dictionary of Greek
Χάρντινγκ, Ουόρεν - Γκαμάλιελ — (Harding, 1865 – 1923). Αμερικανός πολιτικός. Ήταν γιος επαρχιακού γιατρού και προτού ασχοληθεί με την πολιτική εξάσκησε διαδοχικά τα επαγγέλματα του δασκάλου, πράκτορα ασφαλειών, τυπογράφου και δημοσιογράφου. Το 1884 εγκαταστάθηκε στην πολιτεία… … Dictionary of Greek
Παλαμήδης — I Πρόσωπο της ελληνικής μυθολογίας, γιος του Ναυπλίου και της Κλυμένης, αδελφός του Οίακα και του Ναυσιμέδοντα. Ο σχετικός με τον Π. μύθος αναπτύχθηκε ανεξάρτητα από τα ομηρικά ποιήματα. Στις αρχές του Τρωικού πολέμου συμμετείχε στις πρεσβείες… … Dictionary of Greek
Κάμερον, Σάιμον — (Simon Cameron, 1799 – 1889). Αμερικανός πολιτικός. Χρημάτισε γερουσιαστής του Δημοκρατικού Κόμματος στην Πενσιλβάνια από το 1845 έως το 1849. Το 1856 προσχώρησε στο νεοσυσταθέν Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, του οποίου ήταν ένας από τους οργανωτές, και… … Dictionary of Greek