Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

γερουσιαστής

См. также в других словарях:

  • γερουσιαστής — ο (AM γερουσιαστής) [γερουσία] μέλος τής γερουσίας* …   Dictionary of Greek

  • γερουσιαστής — ο μέλος της γερουσίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γερουσιασταί — γερουσιαστής member of a masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γερουσιαστῶν — γερουσιαστής member of a masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταξάς — I Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 440 μ., 69 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεσολογγίου του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο νότιο άκρο του νομού, στα δεξιά του ποταμού Εύηνου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μακρυνείας. 2.… …   Dictionary of Greek

  • Μαυρομιχάλης — Επώνυμο οικογένειας εθνικών αγωνιστών και πολιτικών από τη Μάνη. Σύμφωνα με την παράδοση προέρχονταν από τη Θράκη, ωστόσο στα μέσα του 14ου αι. δέχτηκαν πιέσεις από τους Τούρκους και κατέφυγαν στη Μάνη, όπου τελικά εγκαταστάθηκαν. Πολλά μέλη της… …   Dictionary of Greek

  • Κρότσε, Μπενεντέτο — (Benedetto Croce, Πεσκασερόλι, Άκουιλα 1866 – Νάπολη 1952). Ιταλός φιλόσοφος, ιστορικός και κριτικός της λογοτεχνίας. Αφού έχασε τους γονείς του στον σεισμό της Καζαμιτσόλα (Ίσκια), έζησε στη Ρώμη κοντά στον θείο και κηδεμόνα του, Σίλβιο Σπαβέντα …   Dictionary of Greek

  • Λιδωρίκης — Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821 από το Λιδορίκι της Φωκίδας. 1. Αθανάσιος (1788 – ;). Ήταν ανιψιός του Αναγνώστη (βλ. 2.). Στάλθηκε ως όμηρος στον Αλή πασά των Ιωαννίνων μαζί με τα εξαδέλφια του. Διακρίθηκε για τη φιλομάθειά του και την… …   Dictionary of Greek

  • Χάρντινγκ, Ουόρεν - Γκαμάλιελ — (Harding, 1865 – 1923). Αμερικανός πολιτικός. Ήταν γιος επαρχιακού γιατρού και προτού ασχοληθεί με την πολιτική εξάσκησε διαδοχικά τα επαγγέλματα του δασκάλου, πράκτορα ασφαλειών, τυπογράφου και δημοσιογράφου. Το 1884 εγκαταστάθηκε στην πολιτεία… …   Dictionary of Greek

  • Παλαμήδης — I Πρόσωπο της ελληνικής μυθολογίας, γιος του Ναυπλίου και της Κλυμένης, αδελφός του Οίακα και του Ναυσιμέδοντα. Ο σχετικός με τον Π. μύθος αναπτύχθηκε ανεξάρτητα από τα ομηρικά ποιήματα. Στις αρχές του Τρωικού πολέμου συμμετείχε στις πρεσβείες… …   Dictionary of Greek

  • Κάμερον, Σάιμον — (Simon Cameron, 1799 – 1889). Αμερικανός πολιτικός. Χρημάτισε γερουσιαστής του Δημοκρατικού Κόμματος στην Πενσιλβάνια από το 1845 έως το 1849. Το 1856 προσχώρησε στο νεοσυσταθέν Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, του οποίου ήταν ένας από τους οργανωτές, και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»