-
1 γεννητική
-
2 γεννητικῇ
-
3 γεννητική
γεννητικόςgenerative: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
4 πραξις
эп.-ион. πρῆξις - εως ἥ1) делоπ. ἰδίη, οὐ δήμιος Hom. — личное, а не общественное дело;
κατὰ πρῆξιν ἢ μαψιδίως ; Hom. — по делу или без дела?2) торговое дело, торговля3) событие, происшествиеἐφοβεῖτο αὐτοὺς διὰ τέν περὴ τῶν Μαντινικῶν πρᾶξιν Thuc. — (Алкивиад) опасался (элидян) в связи с мантинейской историей
4) исход, результат(π. φίλα Pind.; π. οὐρία Aesch.)
5) благоприятный исход, успех, польза(οὔ τις π. ἐγίγνετο Hom.)
ἄνευ τούτων οὐκ ἂν εἴη π. Xen. — без этого ничего не выйдет6) действие, деяние, деятельность(πράξεις ἀποστόλων NT.)
πράξεσιν, οὐχὴ λόγοις Dem. — действиями, а не словами;αἱ τῶν ἀγαθῶν πράξεις Plat. — созидание благ;τῶν χειρῶν πράξεις Plat. — движения рук;π. ποιητική Plat. — поэтическое творчество;7) дельность, опытность, предприимчивость8) общение(ἥ π. ἥ γεννητική Arst.)
ἥ π. Aeschin. — половой акт9) положение, состояние, судьбаτέν ἑωϋτοῦ πρῆξιν ἀπέκλαιε Her. — (Камбис) оплакивал свою судьбу;
πέφρικ΄ εἰσιδοῦσα πρᾶξιν Ἰοῦς Aesch. — я содрогаюсь, видя участь Ио10) хитрость, козни(π. καὴ ἐπιβουλέ ἐπὴ τέν πόλιν Polyb.)
π. κατά τινος и ἐπί τινα Polyb. — козни против кого-л.11) исполнение, свершение(τοῦ ἔργου Plat.)
ταχεῖα γ΄ ἦλθε χρησμῶν π.! Aesch. — быстро же осуществились прорицания!12) взимание, взыскание(τοῦ μισθοῦ Plat.; τῶν καταδικασθέντων Arst.)
13) требование (о возврате чего-л.), притязаниеπρᾶξίν τινος λαβεῖν Eur. — получить возмещение за что-л.
14) pl. политическая или общественная деятельностьἡ περὴ τὰς πράξεις ἐπιστήμη Dem. — политическая наука
-
5 ωριμότητα
[-ης (-ητος)] η1) зрелость, спелость;γεννητική ωριμότητα — половая зрелость;
2) перен. зрелость;3) зрелость, возмужалость -
6 θρεπτικός
A able to feed or rear, τινος Pl.Plt. 267b, cf. 276b, 276c; nourishing,- ώτερα μῆλα Diph.Siph.
ap. Ath.3.82f; - ώτατος οἶνος Mnesith.ib.1.32d.II of or promoting growth,ἡ δύναμις τῆς ψυχῆς θ. καὶ γεννητική Arist.de An. 416a19
; ἡ θ. ψυχή ib. 415a23; τὸ θ. the principle of growth, Id.EN 1102b11; ἡ θ. καὶ αὐξητικὴ ζωή ib. 1098a1; opp. φθαρτικός, Polystr.p.23 W. Adv.- κῶς Porph.Gaur.1.1
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θρεπτικός
-
7 πρᾶξις
A doing, transaction, business, [πλεῖν] κατὰ πρῆξιν
on a trading voyage,Od.
3.72;ἐπὶ πρῆξιν ἔπλεον h.Ap. 397
; π. δ' ἥδ' ἰδίη, οὐ δήμιος a private, not a public affair, Od.3.82;π. μηδὲ φίλοισιν ὅμως ἀνακοινέο πᾶσιν Thgn. 73
; ἡ περί τινος π. the transaction respecting.., Th.6.88.2 result or issue of a business, esp. good result, success, οὐ γάρ τις πρῆξις πέλεται.. γόοιο no good comes of weeping, Il.24.524;οὔ τις π. ἐγίγνετο μυρομένοισιν Od.10.202
; λυμαίνεσθαί τινι τὴν π. to spoil one's market, X.An.1.3.16; π. φίλαν δίδοι grant a happy issue. Pi.O.1.85;π. οὐρίαν θέλων A.Ch. 814
(lyr.); ταχεῖά γ' ἦλθε χρησμῶν π. their issue, Id.Pers. 739;ἄνευ τούτων οὐκ ἂν εἵη π. X.Cyn.2.2
;δὸς πόρον καὶ π. τῷ τόπῳ τούτῳ PMag.Par.1.2366
.II doing, τῶν ἀγαθῶν (of persons)πρήξιες Thgn.1026
;ἡ τῶν ἀγαθῶν π. Pl.Chrm. 163e
;ἡ π. τῶν ἔργων Antipho 3.4.9
; achievement, Th.3.114; π. πολεμική, πολιητική, πολιτική, Pl.R. 399a, Sph. 266d, Men. 99b; action, opp. πάθος, Id.Lg. 876d; opp. ἕξις, Id.R. 434a; moral action, opp. ποίησις, τέχνη, Arist.EN 1140a2, 1097a16; opp. ποιότης, Id.Po. 1450a18, cf.EN 1178a35 (pl.);ἤθη καὶ πάθη καὶ π. Id.Po. 1447a28
; opp. οἱ πολιτικοὶ λόγοι, D.61.44;ἔργῳ καὶ πράξεσιν, οὐχὶ λόγοις Id.6.3
; ἐν ταῖς πράξεσι ὄντα τε καὶ πραττόμενα exhibited in actual life, Pl.Phdr. 271d; action in drama, opp. λόγος, Arist.Po. 1454a18; μία π. ὅλη καὶ τελεία ib. 1459a19, cf. 1451b33 (pl.).3 euphem. for sexual intercourse, Pi. Fr. 127, Aeschin.1.158, etc.; in full,ἡ π. ἡ γεννητική Arist.HA 539b20
.4 magical operation, spell, PMag.Par.1.1227, al., PMag.Lond. 125.40.b military action, battle, Plb.3.19.11, etc.IV doing, faring well or ill, fortune, state, condition,ἀπέκλαιε.. τὴν ἑωυτοῦ π. Hdt.3.65
, cf. A.Pr. 695 (lyr.), S.Aj. 790, 792;εύτυχὴς π. Id.Tr. 294
;κακαὶ π. Id.Ant. 1305
.V practical ability,π. καὶ σύνεσις Plb.2.47.5
;ἡ ἐν τοῖς πολεμικοῖς π. Id.4.77.1
.2 practice, i.e. trickery, treachery,ἐπὶ τὴν πόλιν Id.2.9.2
; κατὰ τῆς πόλεως, ἐπὶ τοὺς Αἰτωλούς, Id.4.71.6, 5.96.4.VI exaction of money, recovery of debts, arrears, etc., IG12.57.13, al.;συμβολαίων πράξεις And.1.88
;τοῦ μισθοῦ Pl.Prt. 328b
; (pl.); παρὰ Ἀρτέμωνος.. ἔστω ἡ π. τοῖς δανείσασι let the lenders have an action of recovery against Artemon, Syngr. ap. D.35.12, cf. SIG364.61,67 (Ephesus, iii B.C.), Test.Epict.5.31;ἡ π. ἔστω καθάπερ ἐκ δίκης PEleph.1.12
(iv B.C.), etc.;αἱ π. τῶν καταδικασθέντων Arist.Pol. 1321b42
. -
8 ἔνυλος
A involved or implicated in matter,τὰ πάθη λόγοι ἔ. εἰσιν Arist.de An. 403a25
, cf. Procl.Inst. 195, etc.;ἡ ἔ. καὶ γεννητικὴ ψυχή Plot.2.3.17
, cf. Dam.Pr. 126 bis: [comp] Comp., ib. 414. Adv.- λως Iamb.Myst.6.3
, Syrian.in Metaph.50.5.III Astrol., involved in loss by wood, i.e. by fire, v. ἔνυγρος IV.
См. также в других словарях:
γεννητικῇ — γεννητικός generative fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεννητική — γεννητικός generative fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανορχιδία ή ανορχία — Έλλειψη του ενός ή και των δύο όρχεων, που οφείλεται σε απλασία των γεννητικών οργάνων. Η α. δεν πρέπει να συγχέεται με την κρυψορχία, που είναι αποτέλεσμα της κατακράτησης των όρχεων μέσα στην κοιλιά ή στον βουβωνικό πόρο. Ο ευνουχισμός ή η… … Dictionary of Greek
плодьныи — (6*) пр. 1.Приносящий плоды: и буде(т) пшеници [так!] плодна. въ плодѧща˫а мѣсто ситие. и сдѣлае(т) пищю члвч(с)ку. (σιτοφόρος) ГБ к. XIV, 37в; плодьноѥ средн. в роли с. То, что содержит плод: ˫авлѧе(т) же лопата чищенье. расужающи плодное. ѿ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
γεννητός — γεννητός, ή, όν (AM) [γεννώ] αυτός που οφείλει την ύπαρξή του σε γέννηση και δεν πλάστηκε ως κτίσμα τής Δημιουργίας («θεὸν γεννητὸν κατὰ σάρκα», «οὐκ ἐγήγερται ἐν γεννητοῑς γυναικῶν μείζων Ἰωάννου τοῡ Βαπτιστοῡ», ΚΔ) ή δεν υιοθετήθηκε («εἴτε… … Dictionary of Greek
εμβρυοτομία — Χειρουργική επέμβαση που αποβλέπει στον διαμελισμό εμβρύου όταν, εξαιτίας του μεγέθους του και της θέσης του, η φυσιολογική εξαγωγή του από τη φυσική γεννητική οδό (πυελογεννητικός σωλήνας) μπορεί να προκαλέσει κίνδυνο για τη ζωή της μητέρας. Οι… … Dictionary of Greek
ενδομητρίωση — Παρουσία έκτοπων εστιών ενδομητρίου εκτός της μήτρας, στην πύελο και σπανιότερα σε πιο απομακρυσμένα σημεία της περιτοναϊκής κοιλότητας. Εξαιρετικά σπάνια έχουν περιγραφεί εστίες ε. στους λεμφαδένες, στην καρδιά, στους πνεύμονες και στα οστά. Οι… … Dictionary of Greek
ιδιωτεία — Μεγάλου βαθμού νοητική καθυστέρηση (δείκτης νοημοσύνης έως 20). Η διαφοροδιάγνωσή της από την αμέσως προηγούμενη σε σοβαρότητα ηλιθιότητα είναι δύσκολη. Προκαλείται από διάφορες αιτίες –κληρονομικές ή συγγενείς– ή είναι το αποτέλεσμα των παθήσεων … Dictionary of Greek
παΐδι — Από βιολογική άποψη θεωρείται π. ο άνθρωπος από τη γέννησή του μέχρι τα 9 του χρόνια ή και μέχρι τα 11 14, ανάλογα με τους επιστήμονες οι οποίοι έχουν ασχοληθεί με το θέμα. Η επιστήμη που ασχολείται με το π. είναι σχετικά νέα. Οι αρχαίοι… … Dictionary of Greek
παιδί — Από βιολογική άποψη θεωρείται π. ο άνθρωπος από τη γέννησή του μέχρι τα 9 του χρόνια ή και μέχρι τα 11 14, ανάλογα με τους επιστήμονες οι οποίοι έχουν ασχοληθεί με το θέμα. Η επιστήμη που ασχολείται με το π. είναι σχετικά νέα. Οι αρχαίοι… … Dictionary of Greek
παιδογόνος — παιδογόνος, ον (Α) 1. αυτός που γεννά τέκνα 2. αυτός που παρέχει γέννηση στα παιδιά, που προκαλεί τη γέννηση παιδιών («παιδογόνῳ Κύπριδι», Ανθ. Παλ.) 3. αυτός που δίνει γεννητική δύναμη 4. (για πηγή) αυτή που έχει την ιδιότητα να κάνει κάποιον… … Dictionary of Greek