-
1 γενικός
[геникос] εκ. общий, всеобщий, генеральный, главный.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > γενικός
-
2 генеральный
γενικός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > генеральный
-
3 универсальный
γενικός, καθολικός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > универсальный
-
4 генеральный
генеральный в разн. знач. γενικός· \генеральный секретарь партии о γενικός γραμματέας του κόμματος* * *в разн. знач.генера́льный секрета́рь па́ртии — ο γενικός γραμματέας του κόμματος
-
5 генеральный
генеральныйприл γενικός:\генеральныйая линия партии ἡ γενική γραμμή τοῦ κόμματος· \генеральный секретарь ὁ γενικός γραμματέας· \генеральный консул ὁ γενικός πρόξενος· \генеральный план τό γενικό σχέδιο· \генеральныйая репетиция ἡ γενική δοκιμή· \генеральный штаб τό γενικό ἐπιτελείο. -
6 главный
гла́вн||ыйприл1. κύριος, κυριώτερος, γενικός, σπουδαιότερος/ βασικός (основной):\главный город ἡ κυριώτερη πόλη, ἡ πρωτεύουσα· \главный штаб τό γενικόν ἐπιτε-λεῖον \главныйое управление ἡ γενική διεύθυν-σις· \главныйое предложение грам. ἡ κυρία πρόταση [-ις]·2. (старший) γενικός:\главный бухгалтер ὁ γενικός λογιστής, ὁ ἀρχιλογιστής· \главный инженер ὁ ἀρχιμηχανικός· \главный врач ὁ ἀρχίατρος· \главный редактор ὁ ἀρχισυντάκτης· ◊ \главныйым образом βασικά, κυρίως. Ιδίως, πρό πάντων. -
7 генеральный
επ.γενικός•генеральный секретарь γενικός γραμματέας•
-ая линия партии γενική γραμμή του κόμματος•
-ая уборка γενική καθαριότητα•
генеральный план γενικό πλάνο•
генеральный консул γενικός πρόξενος•
-ая стачка γενική απεργία•
генеральный штаб γενικό επιτελείο•
-ая репетиция γενική πρόβα.
-
8 общий
1. (относящийся ко всему{}всем{}, охватывающий всех{}всё{} и т.п.) κοιν/ός, γενικός 2. (совокупный) ολικός, συνολικός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > общий
-
9 всеобщий
всеобщий γενικός \всеобщийее одобрение η γενική επιδοκι μασία* * *всео́бщий ее одобре́ние — η γενική επιδοκιμασία
-
10 главный
главный κύριος, βασικός γενικός (общий) \главныйгород (столица) η κύρια πόλη, η πρωτεύουσα \главный врач о αρχίατρος \главный почтамт το κεντρικό ταχυδρομείο \главныйое управление η γενική διεύθυνση ◇ \главныйым образом κυρίως* * *κύριος, βασικός; γενικός ( общий)гла́вный го́род (столица) — η κύρια πόλη, η πρωτεύουσα
гла́вный врач — ο αρχίατρος
гла́вный почта́мт — το κεντρικό ταχυδρομείο
гла́вное управле́ние — η γενική διεύθυνση
••гла́вным о́бразом — κυρίως
-
11 консул
консул м о πρόξενος генеральный \консул о γενικός πρόξενος* * *мο πρόξενοςгенера́льный ко́нсул — ο γενικός πρόξενος
-
12 общий
-
13 разоружение
разоружение с о αφοπλισμός* всеобщее \разоружение о γενικός αφοπλισμός* * *сο αφοπλισμόςвсео́бщее разоруже́ние — ο γενικός αφοπλισμός
-
14 секретарь
секретарь м в рази. знач. о γραμματέας; генеральный \секретарь о γενικός γραμματέας* * *м в разн. знач.ο γραμματέαςгенера́льный секрета́рь — ο γενικός γραμματέας
-
15 сплошной
-
16 универсальный
-
17 всеобщий
всео́бщ||ийприл γενικός, παγκόσμιος, καθολικός, πάγκοινος:\всеобщийее избирательное право ἡ καθολική ψηφοφορία· \всеобщийее обязательное обучение ἡ γενική ὑποχρεωτική ἐκπαίδευση· \всеобщийая перепись населения ἡ γενική ἀπογραφή· \всеобщийая воинская обязанность ἡ γενική στρατιωτική θητεία· \всеобщийее разоружение ὁ γενικός (или ὁ καθολικός) ἀφοπλισμός· \всеобщийая история ἡ παγκόσμια ίστορία· получить \всеобщийее признание ἀποκτῶ τή γενική ἀναγνώριση, ἀναγνωρίζομαι ἀπό ὀλους. -
18 общий
общ||ийприл1. κοινός, γενικός:\общийее дело ἡ κοινή ὑπόθεση· \общийие интересы τά κοινά συμφέροντα· \общийее благо τό κοινό καλό, ἡ γενική εὐδαιμονία· \общий язык ἡ κοινή γλώσσα· \общийие расходы ἡ συνολική δαπάνη, τά κοινά ἔξοδα· \общийая черта τό κοινό χαρακτηριστικό· \общийее правило ὁ γενικός κανόνας· к \общийему удивлению προς γενικήν ἐκπληξιν, εἰς ἔκπληξιν ὅλων· с \общийего согласия μέ κοινή συγκατάθεση· \общийимн усилиями μέ κοινές προσπάθειες·2. (совокупный) ὁλικός, συνολικός:\общийая сумма τό ὁλικό (или τό συνολικό) ποσό· \общий итог τό σύνολο, τό γενικόν ἀθροισμα· ◊ \общийее впечатление ἡ γενική ἐντύπωση· \общийее место а) ὁ κοινός τόπος, б) ἡ κοινοτοπία (банальность)· \общийее образование ἡ γενική μόρφωση· \общийее собрание ἡ γενική συνέλευση· места́ \общийего пользования οἱ κοινοί χώροι, τά δημόσια μέρη· в \общийих чертах σέ γενικές γραμμές· в \общийем (в итоге) ἐν τέλει· в \общийем и целом γενικώς, γενικά, ἐν γένει· в \общийей сложности συνολικά, ἐν συνόλω· не иметь ничего́ \общийего δέν ἔχω τίποτε τό κοινό· \общий наибольший делитель мат ὁ μέγιστος κοινός διαιρέτης· \общийее наименьшее кратное мат τό ἐλάχιστο κοινό πολλαπλάσιο. -
19 сплошной
сплошн||ойприл ὁλοκληρωτικός, καθολικός, γενικός:\сплошной гул ὁ συνεχής βόμβος· \сплошнойа́я электрификация ὁ γενικός ἐξηλεκτρισμός· \сплошной лес ἀτέλειωτο δάσος· ◊ \сплошной вздор ἀνοησίες ἀπ' τήν ἀρχή δις τό τέλος· \сплошной вымысел καθαρή ἐπινόηση -
20 главный
επ.κύριος, πρώτιστος, βασικός• κεφαλαιώδης, ουσιώδης•-ая идея книги η κύρια ιδέα του βιβλίου•
-ые силы противника οι κύριες δυνάμεις του αντίπαλου•
это самое -ое αυτό είναι το κυριότερο.
|| γενικός•-ая квартира το γενικό στρατηγείο•
главный инженер ο γενικός μηχανικός, αρχιμηχανικός•
главный врач ο αρχίατρος•
главный редактор αρχισυντάκτης.
εκφρ.- ое предложение – (γραμμ.) κύρια πρόταση•- ая книга – (λογιστ.) το καθολικό (βιβλίο)•- ым образом – κυρίως, κατά κύριο λόγο, κατά πρώτο, βασικά•- ое дело – πρώτο και κύριο, ιδιαίτερα σοβαρό, πολύ ουσιώδες.
См. также в других словарях:
γενικός — belonging to masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενικός — ή, ό (AM γενικός, ή, όν) 1. αυτός που αφορά ή ανήκει στο γένος ή που συνοψίζει τα γνωρίσματα όλων τών ειδών που υπάγονται στο γένος 2. το θηλ. ως ουσ. η γενική η δεύτερη πτώση τών ονομάτων νεοελλ. 1. αόριστος, ασαφής 2. (ως βαθμός ανώτερων… … Dictionary of Greek
γενικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που είναι κοινός σε όλους, που ισχύει για όλους, καθολικός: Οργανώθηκε γενική απεργία. 2. αυτός που δεν έχει καθοριστεί, ο ασαφής, ο αόριστος: Μου έδωσε μόνο μια γενική εικόνα της καταστροφής. 3. αυτός που είναι υπεύθυνος… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γενικά — γενικός belonging to neut nom/voc/acc pl γενικά̱ , γενικός belonging to fem nom/voc/acc dual γενικά̱ , γενικός belonging to fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενικώτερον — γενικός belonging to adverbial comp γενικός belonging to masc acc comp sg γενικός belonging to neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενικωτάτων — γενικός belonging to fem gen superl pl γενικός belonging to masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενικωτέραις — γενικός belonging to fem dat comp pl γενικωτέρᾱͅς , γενικός belonging to fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενικωτέρων — γενικός belonging to fem gen comp pl γενικός belonging to masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενικῶν — γενικός belonging to fem gen pl γενικός belonging to masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενικόν — γενικός belonging to masc acc sg γενικός belonging to neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενικώτατα — γενικός belonging to adverbial superl γενικός belonging to neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)