-
1 κοινός
[кинос] ас. общий, совместный.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κοινός
-
2 совместный
κοινός, μεικτόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > совместный
-
3 сталь
ο χάλυβ/ας, ο χάλυψ, разг. το ατσάλι (ξεν.)закалять - σκληρύνω το - α, βάφω το - αбыстрорежущая - ταχείας κοπής, ο ταχυχάλιψбулатная - см. дамасская -высоколегированная - υψηλά κραματομέ-νος -, το πλούσιο χαλυβόκραμαконвертерная - см. бессемеровская -конструкционная - των κατασκευών, δομικός -мартеновская - Σήμενς, - Μαρτέν της ανοικτής εστίαςмягкая - μαλακός -, ναυπηγίσιμος -нелегированная - κοινός -, ανθρακούχος -низколегированная - χαμηλά κραματομένος -, το πτωχό χαλυβόκραμαпростая - κοινός -, ανθρακούχος -профильная - σεμορφοδοκούς, ο μορφοχάλυβαςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > сталь
-
4 общий
общ||ийприл1. κοινός, γενικός:\общийее дело ἡ κοινή ὑπόθεση· \общийие интересы τά κοινά συμφέροντα· \общийее благо τό κοινό καλό, ἡ γενική εὐδαιμονία· \общий язык ἡ κοινή γλώσσα· \общийие расходы ἡ συνολική δαπάνη, τά κοινά ἔξοδα· \общийая черта τό κοινό χαρακτηριστικό· \общийее правило ὁ γενικός κανόνας· к \общийему удивлению προς γενικήν ἐκπληξιν, εἰς ἔκπληξιν ὅλων· с \общийего согласия μέ κοινή συγκατάθεση· \общийимн усилиями μέ κοινές προσπάθειες·2. (совокупный) ὁλικός, συνολικός:\общийая сумма τό ὁλικό (или τό συνολικό) ποσό· \общий итог τό σύνολο, τό γενικόν ἀθροισμα· ◊ \общийее впечатление ἡ γενική ἐντύπωση· \общийее место а) ὁ κοινός τόπος, б) ἡ κοινοτοπία (банальность)· \общийее образование ἡ γενική μόρφωση· \общийее собрание ἡ γενική συνέλευση· места́ \общийего пользования οἱ κοινοί χώροι, τά δημόσια μέρη· в \общийих чертах σέ γενικές γραμμές· в \общийем (в итоге) ἐν τέλει· в \общийем и целом γενικώς, γενικά, ἐν γένει· в \общийей сложности συνολικά, ἐν συνόλω· не иметь ничего́ \общийего δέν ἔχω τίποτε τό κοινό· \общий наибольший делитель мат ὁ μέγιστος κοινός διαιρέτης· \общийее наименьшее кратное мат τό ἐλάχιστο κοινό πολλαπλάσιο. -
5 общий
επ., βρ: общ, общи, обще.1. γενικός, καθολικός•-ее правило γενικός κανόνας•
-е собриние γενική συνέλευση•
-ее название γενική ονομασία•
общий кризис γενική κρίση•
-ее впечатление γενική εντύπωση•
-ее молчание γενική (απόλυτη) σιγή•
-ее благо γενικό καλό.
2. κοινός•общий язык κοινή γλώσσα•
-ее мнение κοινή γνώμη•
-ее дело κοινή υπόθεση•
-ими силами με κοινές δυνάμεις•
-ая собственность συνιδιοκτησία• συγκυριότητα•
-ая черти κοινό χαρακτηριστικό•
-ими усилиями με κοινές προσπάθειες.
3. ολικός, συνολικός•-ая стоимость ολική αξία ή κόστος•
-итог ολικό άθροισμα•
-ая сумма ολικό ποσό.
4. βασικός• θεμελιώδης•-ие вопросы науки τα βασικά ζητήματα της επιστήμης.
εκφρ.в -их чертах – σε γενικές γραμμές, αδρομερώς;, σε χοντρές γραμμές•-ее место; – α) κοινός τόπος, β) κοινοτοπία, πεζότητα• ρουτίνα•- ее обра-зовиние – γενική μόρφωση (χωρίς ειδίκευση)•в -ем – εν τέλει, τελικά•в -ем и в целом – γενικά•в -ей сложности – συνολικά, εν συνόλω•общий нет ничего -его с кем,чем – δεν έχω τίποτε το κοινό με κάποιον, με κάτι•найти общий язык – βρίσκω κοινή γλώσσα (συνδιαλλαγής), σύμτωσης απόψεων•в -ем сказать – για να πω γενικά•наибольший делитель – ο μέγιστος κοινός διαιρέτης•- ее наименьшее критное – το ελάχιστο κοινό πολλαπλάσιο. -
6 делитель
1. мат. ο διαιρέτηςнаибольший общий - μέγιστος κοινός - (Μ.Κ.Δ.)2. (устройство) о διαιρέτηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > делитель
-
7 братский
братский αδελφικός, αδελφός \братскийая дружба η αδελφική φιλία \братскийие страны οι αδελφές χώρες ◇ \братскийая могила о κοινός τάφος* * *αδελφικός, αδελφόςбра́тская дру́жба — η αδελφική φιλία
••бра́тская моги́ла — ο κοινός τάφος
-
8 могила
могила ж о τάφος· братская \могила о κοινός τάφος' Могила Неизвестного солдата о Τάφος του Αγνώστου Στρατιώτη* * *жο τάφοςбра́тская моги́ла — ο κοινός τάφος
Моги́ла Неизве́стного Солда́та — ο Τάφος του Αγνώστου Στρατιώτη
-
9 общий
-
10 публичный
-
11 совместный
-
12 заурядный
заурядныйприл κοινός, συνηθισμένος / μέτριος (посредственный):\заурядный человек κοινός ἄνθρωπος. -
13 единый
επ., βρ: един, -а, -о.1. ένας•ни -ой ошибки ούτε ένα λάθος•
ни -ой души ούτε (μία) ψυχή.
|| παλ. μοναδικός, μόνο ένας.2. ενιαίος, αδιάσπαστος•единый фронт ενιαίο μέτωπο.
3. κοινός, ίδιος, ένας (για όλους)•-ая цель κοινός σκοπός•
-ая воля κοινή θέληση. -ое командование κοινή διοίκηση.
εκφρ.все до -ого – όλοι χωρίς εξαίρεση, όλοι ως τον ένα. -
14 заурядный
επ.συνηθισμένος, κοινός• απλός, μέτριος•заурядный человек συνηθισμένος άνθρωπος•
заурядный -ум κοινός νους•
-ая внешность απλή εξωτερική εμφάνιση.
-
15 общеупотребительный
επ., βρ: -лен, -льна, -льноκοινός, κοινόχρηστος, συνήθης•-ое средство κοινόχρηστο μέσο•
общеупотребительный способ κοινός, (συνηθισμένος) τρόπος.
-
16 бульдозер
ο προωθητήρας των χωμάτων, разг. η μπουλντόζα (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > бульдозер
-
17 дыня
1. (растение) πέπων ο κοινόςразг. η πεπονιά2. (плод) το πεπόνι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дыня
-
18 жаба
зоол. φρύνος ο κοινός, разг. о μεγάλος βάτραχος, ο φρύνοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > жаба
-
19 знаменатель
мат. о παρονομαστήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > знаменатель
-
20 колчедан
мин. ο πυρίτηςмышьяковый - см. арсенопиритРусско-греческий словарь научных и технических терминов > колчедан
См. также в других словарях:
κοινός — common masc nom sg κοινός common masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κοῖνος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοινός — ή, ό (AM κοινός, ή, όν, Α αττ. ποιητ. τ. κοινός, όν) 1. αυτός που ανήκει σε πολλούς μαζί, που κατέχεται όμοια από πολλούς ή που χρησιμοποιείται από πολλούς, δημόσιος (α. «κοινή είσοδος» β. «τὸν ἥλιον τὸν κοινὸν ἡμῑν», Μεν.) 2. αυτός που… … Dictionary of Greek
κοινός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που ανήκει σε περισσότερους από έναν, δημόσιος: Έχουμε κοινό ταμείο. 2. αυτός που αρμόζει σ όλους: Η μοίρα των ανθρώπων είναι κοινή. 3. μέτριος: Αγόρασα ένα κοινό σπίτι. 4. αυτός που συγκεντρώνει τις προσπάθειες πολλών: Ο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κοινός διαιρέτης — Μαθηματικός όρος, που υποδηλώνει τον αριθμό ο οποίος διαιρεί μια ομάδα άλλων αριθμών ακριβώς, δηλαδή χωρίς να αφήνει υπόλοιπο. Για παράδειγμα, ο αριθμός 2 είναι κ.δ. των αριθμών 4, 8, 16 κ.ά … Dictionary of Greek
παράγοντας και κοινός παράγοντας — (Μαθημ.). Οποιοιδήποτε αριθμοί, όταν συνδέονται μεταξύ τους με την πράξη του πολλαπλασιασμού, είναι οι παράγοντες του γινομένου τους. Ο πολλαπλασιασμός τελείται μεταξύ παραγόντων και έτσι η έννοια π. είναι σύμφυτη με την πράξη αυτή. Κάθε γινόμενο … Dictionary of Greek
Ἑρμῆς κοινός. — См. Чур пополам … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
κοινότερον — κοινός common adverbial comp κοινός common masc acc comp sg κοινός common neut nom/voc/acc comp sg κοινός common adverbial comp κοινός common masc acc comp sg κοινός common neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοινοτάτων — κοινός common fem gen superl pl κοινός common masc/neut gen superl pl κοινός common fem gen superl pl κοινός common masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοινοτέραις — κοινός common fem dat comp pl κοινοτέρᾱͅς , κοινός common fem dat comp pl (attic) κοινός common fem dat comp pl κοινοτέρᾱͅς , κοινός common fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοινοτέρων — κοινός common fem gen comp pl κοινός common masc/neut gen comp pl κοινός common fem gen comp pl κοινός common masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)