-
81 повальный
επ.μαζικός, ομαδικός, γενικός, καθολικός•повальный обыск γενική έρευνα.
-
82 повсеместный
επ., βρ: -тен, -тна, -тноο πανταχού, γενικός•-ые дожди γενική βροχή.
-
83 поголовный
επ.1. κατά κεφαλήν, κατά κεφάλια, κατά μονάδα, κατ άτομο•-счт скота μέτρημα των ζώων κατά κεφάλια.
2. γενικός, καθολικός• σύσσωμος•-ая мобилизация γενική επιστράτευση (πανστρατιά).
-
84 разоружение
-я ουδ.αφοπλισμός• ξαρμάτωμα•всеобщее разоружение γενικός αφοπλισμός•
частичное разоружение μερικός αφοπλισμός.
-
85 свальный
επ.1. για ρίψη, απόρριψη, εκφόρτωση.2. παλ. γενικός, καθολικός. -
86 синтетический
επ.1. συνθετικός•синтетический метод исследования συνθετική μέθοδος έρευνας.
2. (χημ.) ενωτικός•синтетический каучук συνθετικό καουτσούκ.
3. ενωμένος, συγκροτημένος. || τυποποιημένος, γενικός, γενικευμένος.4. (γλωσ.) κλιτός•-ие языки οι κλιτές γλώσσες.
-
87 сквозной
επ.1. διαμπερής•-ое отверстие διαμπερής οπή•
-ая рана διαμπερές τραύμα.
2. διαπεραστικός•сквозной ветер διαπεραστικός άνεμος.
3. χωρίς στάσεις, εξπρές•сквозной поезд το εξπρές τρένο.
4. γενικός, για όλους•-ая закалка изделий χαλύβδωση όλων των μεταλλικών ειδών.
5. αραιός, διαφανής.εκφρ.- ая бригада – βλ. στη λ. комплексный. -
88 собирательный
επ., βρ: -лен, -льна, -лью.1. συγκεντρωτικός•-ые линзы συγκεντρωτικοί φακοί.
|| συλλεκτικός•собирательный аппарат пчелы το συλλεκτικό όργανο της μέλισσας.
2. αθροιστικός•-ые существительные αθροιστικά ουσιαστικά.
|| γενικός, γενικής σημασίας. -
89 универсальный
επ., βρ: -лен, -льна, -льноκαθολικός• γενικός•универсальный талант древнегреческого народа το καθολικό ταλέντο του αρχαίου ελληνικού λαού (Εγκελς)•
- ые знания βλ. универсализм•
-ое средство η πανάκεια.
εκφρ.универсальный магазин – βλ. универмаг.
См. также в других словарях:
γενικός — belonging to masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενικός — ή, ό (AM γενικός, ή, όν) 1. αυτός που αφορά ή ανήκει στο γένος ή που συνοψίζει τα γνωρίσματα όλων τών ειδών που υπάγονται στο γένος 2. το θηλ. ως ουσ. η γενική η δεύτερη πτώση τών ονομάτων νεοελλ. 1. αόριστος, ασαφής 2. (ως βαθμός ανώτερων… … Dictionary of Greek
γενικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που είναι κοινός σε όλους, που ισχύει για όλους, καθολικός: Οργανώθηκε γενική απεργία. 2. αυτός που δεν έχει καθοριστεί, ο ασαφής, ο αόριστος: Μου έδωσε μόνο μια γενική εικόνα της καταστροφής. 3. αυτός που είναι υπεύθυνος… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γενικά — γενικός belonging to neut nom/voc/acc pl γενικά̱ , γενικός belonging to fem nom/voc/acc dual γενικά̱ , γενικός belonging to fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενικώτερον — γενικός belonging to adverbial comp γενικός belonging to masc acc comp sg γενικός belonging to neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενικωτάτων — γενικός belonging to fem gen superl pl γενικός belonging to masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενικωτέραις — γενικός belonging to fem dat comp pl γενικωτέρᾱͅς , γενικός belonging to fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενικωτέρων — γενικός belonging to fem gen comp pl γενικός belonging to masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενικῶν — γενικός belonging to fem gen pl γενικός belonging to masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενικόν — γενικός belonging to masc acc sg γενικός belonging to neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενικώτατα — γενικός belonging to adverbial superl γενικός belonging to neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)