-
1 αφοπλισμός
[афоплизмос] ουσ. а. разоружение,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αφοπλισμός
-
2 разоружение
разоружение с о αφοπλισμός* всеобщее \разоружение о γενικός αφοπλισμός* * *сο αφοπλισμόςвсео́бщее разоруже́ние — ο γενικός αφοπλισμός
-
3 разоружение
-я ουδ.αφοπλισμός• ξαρμάτωμα•всеобщее разоружение γενικός αφοπλισμός•
частичное разоружение μερικός αφοπλισμός.
-
4 разоружатьение
разоружать||ениес ὁ ἀφοπλισμός:всеобщее \разоружатьениеение ὁ γενικός ἀφοπλισμός. -
5 разоружение
ο αφοπλισμός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > разоружение
-
6 всеобщий
всео́бщ||ийприл γενικός, παγκόσμιος, καθολικός, πάγκοινος:\всеобщийее избирательное право ἡ καθολική ψηφοφορία· \всеобщийее обязательное обучение ἡ γενική ὑποχρεωτική ἐκπαίδευση· \всеобщийая перепись населения ἡ γενική ἀπογραφή· \всеобщийая воинская обязанность ἡ γενική στρατιωτική θητεία· \всеобщийее разоружение ὁ γενικός (или ὁ καθολικός) ἀφοπλισμός· \всеобщийая история ἡ παγκόσμια ίστορία· получить \всеобщийее признание ἀποκτῶ τή γενική ἀναγνώριση, ἀναγνωρίζομαι ἀπό ὀλους. -
7 демилитаризация
демилитаризацияж ἡ ἀποστρατιωτι-κοποίηση [-ις] / ὁ ἀφοπλισμός (разоружение). -
8 разоружение
[ραζρρουζιένιιε] ουσ. ο. αφοπλισμός -
9 разоружение
[ραζρρουζιένιιε] ουσ ο αφοπλισμός -
10 полный
επ., βρ: полон κ. παλ. полон, полна, полно.1. (κυρλξ. κ. μτφ.) πλήρης, γεμάτος, μεστός•полный стакан воды γεμάτο ποτήρι, νερό•
стакан полный водой ποτήρι, γεμάτο με νερό•
все уличы -ы народом όλοι, οι δρόμοι είναι γεμάτοι λαό•
полный карман деньги ή деньгами γεμάτη τσέπη χρήματα•
глаза -ые слёз μάτια γεμάτα δάκρυα•
взгляд полный ненависти ματιά γεμάτη μίσος•
он полный мечтаний αυτός είναι όλος όνειρα•
человек полный надежд άνθρωπος όλο ελπίδες•
-ая победа ολοκληρωτική νίκη•
-ое разоружение πλήρης αφοπλισμός•
развить -ую скорость αναπτύσσω όλη την ταχύτητα.
2. συνεπαρμένος, κυριευμένος, κατειλημμένος.3. απεριόριστος, απόλυτος•-ая власть πλήρης εξουσία•
-ая свобода πλήρης ελευθερία.
4. ολόκληρος•полный рабочий день ολόκληρη εργατική μέρα•
полный метр ολόκληρο μέτρο•, ему -ые сорок лет αυτός έχει γεμάτα τα σαράντα (χρόνια)•
-ое собрание Пушкина τα άπαντα του Πούσκιν.
|| αρκετά μεγάλος, πολύς•были уже -ые сумерки είχε σουρουπώσει πια για τα καλά.
|| όλος, ολικός•петь -ым голосом τραγουδώ με όλη τη δύναμη της φωνής•
-ое затмение луны ολική έκλειψη της σελήνης.
5. χοντρός, γεμάτος, μεστός• παχύς•-ая женщина γεμάτη γυναίκα.
εκφρ.- ая вода – το υψηλότερο σημείο της στάθμης της θάλασσας•полный генерал – αντιστράτηγος•полный адмирал – ναύαρχος•- ые прилагательные – πλήρη επίθετα (σε αντίθεση με τα βραχέα)•- ая чаша – σπίτι πλούσιο, με όλα τα καλά (αγαθά)•-ым голосом (сказать, заявить – κ.τ.τ.) ανοιχτά, βροντόφωνα (λέγω, δηλώνω)•полным-голом – υπερπλήρης, κατάκορος, καταγεμάτος. -
11 расснастка
-и θ.(για ποίο)• αποσκεύαση, αφοπλισμός, παροπλισμός, ξαρμάτωμα.
См. также в других словарях:
αφοπλισμός — Στον όρο α. συμπεριλαμβάνονται τρεις, το λιγότερο, διαφορετικές έννοιες: η καταστροφή ή η μείωση των εξοπλισμών, που επιβάλλεται σε μία ηττημένη χώρα, ο α. καθορισμένων γεωγραφικών περιοχών που προβλέπεται από διμερείς συνθήκες· η μείωση ή ο… … Dictionary of Greek
αφοπλισμός — ο 1. η αφαίρεση των όπλων από κάποιον: Διατάχτηκε ο αφοπλισμός των ατάκτων. 2. ελάττωση των πολεμικών ετοιμασιών, ύστερα από κοινή συμφωνία των κρατών, για διατήρηση της ειρήνης: Άρχισαν οι διαπραγματεύσεις Αμερικής και Ρωσίας για τον αφοπλισμό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀφοπλισμοῦ — ἀφοπλισμός disarming masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφοπλισμῷ — ἀφοπλισμός disarming masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
εξαρμάτωμα — και ξαρμάτωμα το [εξαμαρτώνω] 1. η βίαιη αφαίρεση τού οπλισμού από κάποιον, αφοπλισμός 2. (για πλοίο) παροπλισμός 3. συνεκδ. η προσβολή που γίνεται σε κάποιον με την αφαίρεση τού οπλισμού του … Dictionary of Greek
ξαρμάτωμα — το [ξαρματώνω] 1. η αφαίρεση τού οπλισμού, ο αφοπλισμός 2. ναυτ. η αφαίρεση τής εξαρτίας τού πλοίου, παροπλισμός 3. μτφ. προσβολή που γίνεται σε κάποιον με την αφαίρεση τών όπλων του … Dictionary of Greek
Δεκεμβριανά — Ονομασία που αναφέρεται σε εκτεταμένες ένοπλες συγκρούσεις ανάμεσα στις δυνάμεις του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου (ΕΑΜ) και του Ελληνικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού (ΕΛΑΣ) από τη μία πλευρά, που πρωταγωνίστησαν στην αντίσταση, και στις… … Dictionary of Greek
ΙΡΑ — (αγγλ. Irish Republican Army, ιρλανδ. Οglaigh na Éireann = Ιρλανδικός Δημοκρατικός Στρατός). Ιρλανδική εθνικιστική παραστρατιωτική οργάνωση. Ιδρύθηκε το 1919, όταν ψηφίστηκε ο νόμος περί Κυβερνήσεως της Ιρλανδίας. Σύμφωνα με αυτόν, η περιοχή του… … Dictionary of Greek
Νοέλ-Μπέικερ, Φίλιπ Τζον — (Philip John Noel Baker, 1889 – 1982). Άγγλος πολιτικός. Το επώνυμο του ήταν μόνο Μπέικερ, αλλά μετά τον γάμο του πρόσθεσε και εκείνο της συζύγου του. Σπούδασε στο Κέιμπριτζ καθώς και σε πανεπιστήμια των ΗΠΑ, στο Μόναχο και στο Παρίσι. Το 1924… … Dictionary of Greek
Σομαλία — Κράτος της Ανατολικής Αφρικής η Σομαλία (Tζουμχουρίγιατ ας Σομαλίγια) βρέχεται στα Β από τον Kόλπο του Άντεν και στα Α από τον Iνδικό Ωκεανό. Συνορεύει στα ΒΔ με την Aιθιοπία και στα ΝΔ με την Kένια.H χώρα, που καταλαμβάνει το λεγόμενο «Kέρας της … Dictionary of Greek