-
1 γελωτοποιος
I3возбуждающий смех, смехотворный Aesch.IIὅ шутник, балагур, шут Xen., Plat., Polyb., Plut., Diod. -
2 γελωτοποιός
γελωτοποιόςexciting laughter: masc /fem nom sg -
3 γελωτοποιός
ο, η шут, балагур, клоун -
4 γελωτοποιός
[гелотопиос] ουσ α шут. -
5 γελωτοποιός
γελωτο-ποιός, όν,II as Subst., jester, buffoon, X.An.7.3.33, Smp.1.11, Pl.R. 620c.2 = βατράχιον 11 (because it produced a wry face), Ps.-Dsc.2.175.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γελωτοποιός
-
6 γελωτοποιός
γελωτο-ποιός, Lachen erregend; Possenreißer -
7 γελωτοποιός
jesterΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > γελωτοποιός
-
8 γελωτοποιόν
γελωτοποιόςexciting laughter: masc /fem acc sgγελωτοποιόςexciting laughter: neut nom /voc /acc sg -
9 γελωτοποιοί
γελωτοποιόςexciting laughter: masc /fem nom /voc pl -
10 γελωτοποιούς
γελωτοποιόςexciting laughter: masc /fem acc pl -
11 γελωτοποιά
γελωτοποιόςexciting laughter: neut nom /voc /acc pl -
12 γελωτοποιέ
γελωτοποιόςexciting laughter: masc /fem voc sg -
13 γελωτοποιότερε
γελωτοποιόςexciting laughter: masc voc comp sg -
14 γέλοιος
A mirth-provoking, amusing, once in Hom., Il.2.215 (in [dialect] Ep. form γελοίϊος); χρῆμα Archil.79
, cf. Hdt.8.25;Αἰσώπου τι γ. Ar.V. 566
, cf. 1259; γελοῖα jests, Thgn.311;γέλοια λέγειν Anaxandr.10
, Alex.183; opp. σπουδαῖος, X.Cyr.2.3.1, Pl.Lg. 816d;τοῦ ἀληθοῦς ἕνεκα, οὐ τοῦ γ. Id.Smp. 215a
; τὸ γ. the comic, Arist.Po. 1449a34, al.;τὰ γ. ἡδέα Id.Rh. 1371b35
; of persons, facetious,μισῶ γελοίους E.Fr. 492
;ἡδὺς καὶ γ. Aeschin.1.126
;γ. ἐστι καὶ βούλεται Pl.Smp. 213c
. Adv. .II ludicrous, absurd,Ζεὺς γ. ὀμνύμενος τοῖς εἰδόσιν Ar.Nu. 1241
;γ. ἔσομαι αὐτοσχεδιάζων Pl.Phdr. 236d
; γ. ἰατρός, διδάσκαλος, Id.Prt. 340c, R. 392d; ἐπὶ τὸ -ότερον ὅμοιος a caricature, Arist.Top. 117b17, cf. Po. 1449a36; of arguments, etc., paradoxical, Pl.Prt. 355a, Tht. 158e, etc. Adv.-οίως, ἔχειν Id.R. 528d
, cf. Arist.Mete. 362b12.—In Smp.189b, Pl. confines γ. to signf. 1, γ. εἰπεῖν ἀλλὰ μὴ καταγέλαστα. ([dialect] Att.γέλοιος A.D.Pron.50.5
, but , and so cod. R in Ar.Ach. 1058, Nu. 1241. Some Gramm. expl. γέλοιος, = γέλωτος ἄξιος, γελοῖος, = γελωτοποιός, Ammon.p.38V., EM224.43; others reversely, Et.Gud., etc.: Suid. gives both views. Phlp. ap. Eust. 906.53 wrote γελοιός, = γελωτοποιός.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γέλοιος
-
15 γελοῖος
γελοῖος, nach Möris att. γέλοιος; Andere, wie Thom. Mag. unterscheiden so: γελοῖος, ὁ καταγέλαστος· γέλοιος δὲ ὁ γελωτοποιός; Ammon. umgekehrt; die mss. haben meist γελοῖος; lächerlich, zum Lachen, absurd; Hom. nur γελοίιον neutr. Iliad. 2, 215; Her. 8, 25; oft bei Plat. n. Folgenden; compar., γελοιότερον εἰπεῖν Apol. 30 e; Luc. abdi γελοῖός εἰμί σοι λέγων ταῦτα, es ist lächerlich, daß ich dir dies sage, Char. 22. – Act. Lachen erregend, ὁ γελοῖος, der Spaßmacher, Eur. bei Ath. XIV, 613 d; γελοῖον, γελοῖα, Scherze, Possen, Xen. Cyr. 2, 3, 1; Ggstz καταγέλαστα Plat. Conv. 189 b; öfter σπουδαῖα. – Adv. γελοίως, Plat. u. Folgde.
-
16 ἐπ-εις-όδιος
ἐπ-εις-όδιος, noch dazu hineinkommend, was nicht wesentlich zur Sache gehört, sondern bes. zur Ergötzung hinzukommt; so sagt Plut. Symp. 2 prooem. τὰ δὲ ἐπειςόδια γέγονεν ἡδονῆς ἕνεκεν, χρείας μὴ συναγομένης, ὥσπερ ἀκροάματα καὶ ϑεάματα καὶ γελωτοποιός τις; ἀκροάματα ἐπειςόδια Lucull. 40; ἐπειςόδιοι καὶ περιτταὶ ἐπιϑυμίαι de gen. Socr. 15; σύμφυτον ἔχει τὴν τοῦ πάϑους ἀρχὴν οὐκ ἐπειςόδιον ἀλλὰ ἀναγκαίαν οὖσαν de virt. mor. 12; so heißt der Nachtisch bei Crinag. 6 (VI, 232) δαψιλῆ γαστρὸς ἐπειςόδια; die Schminke φύκους ἄνϑος ἐπειςόδιον Rufin. 14 (V, 19). Bes. sind ἐπειςόδια in der alten Tragödie, wo ursprünglich der Chor die Hauptsache war, die zwischen den Chorgesängen eingeschalteten Handlungen, der Dialog, Arist. poet. 12; übh. alle Nebenhandlungen im Epos u. Drama, die ein kleineres Ganzes für sich bilden, die Episode, vgl. B. A. 253. Eben so in der Geschichte oder in Reden, D. Hal.; ἐπ. τῆς τύχης, Spiel des Schicksals, Pol. 2, 35, 5. – Bei Sp. auch was sich auf den Einzug bezieht.
-
17 γελωτοποιοίς
γελωτοποιέωto create: pres opt act 2nd sg (attic epic doric)γελωτοποιόςexciting laughter: masc /fem /neut dat pl -
18 γελωτοποιοῖς
γελωτοποιέωto create: pres opt act 2nd sg (attic epic doric)γελωτοποιόςexciting laughter: masc /fem /neut dat pl -
19 γελωτοποιού
γελωτοποιέωto create: pres imperat mp 2nd sg (attic)γελωτοποιέωto create: imperf ind mp 2nd sg (attic)γελωτοποιόςexciting laughter: masc /fem /neut gen sg -
20 γελωτοποιοῦ
γελωτοποιέωto create: pres imperat mp 2nd sg (attic)γελωτοποιέωto create: imperf ind mp 2nd sg (attic)γελωτοποιόςexciting laughter: masc /fem /neut gen sg
- 1
- 2
См. также в других словарях:
γελωτοποιός — exciting laughter masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γελωτοποιός — Με τη λέξη αυτή αναφέρονται συνήθως οι κωμικοί ηθοποιοί που από τον Μεσαίωνα και την Αναγέννηση διασκέδαζαν στις διάφορες αυλές της δυτικής Ευρώπης τους άρχοντες με αστεία, πειράγματα και κάθε είδους τεχνάσματα. Αλλά οι γ.(και μάλιστα με την ίδια … Dictionary of Greek
γελωτοποιός — ο ο παλιάτσος, ο διασκεδαστής που με τις κινήσεις και τις εκφράσεις του κάνει τους άλλους να γελούν: Τους βασιλιάδες συνήθως διασκέδαζαν οι γελωτοποιοί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γελωτοποιόν — γελωτοποιός exciting laughter masc/fem acc sg γελωτοποιός exciting laughter neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γελωτοποιοί — γελωτοποιός exciting laughter masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γελωτοποιούς — γελωτοποιός exciting laughter masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γελωτοποιά — γελωτοποιός exciting laughter neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γελωτοποιέ — γελωτοποιός exciting laughter masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γελωτοποιῷ — γελωτοποιός exciting laughter masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γελωτοποιότερε — γελωτοποιός exciting laughter masc voc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρλεκίνος — Πρόσωπο της ιταλικής κομέντια ντελ άρτε και έπειτα της κωμωδίας του 18ου αι., πρωταγωνιστής σε πολυάριθμες γαλλικές, ιταλικές κ.ά. κωμωδίες, παντομίμες και μπαλέτα. Το όνομα Α. είναι ίσως παραφθορά του Allchino, όνομα διαβόλου, που ο Δάντης τον… … Dictionary of Greek