-
21 κλαυσιγελως
κ. εἶχε πάντας Xen. — все плакали от радости
-
22 κροτος
ὅ1) шум, грохот, лязг(ἐνόπλιος Plut.)
; топот(ποδῶν Eur.)
2) звучание, звуки(λόγων Luc.)
3) (тж. κ. χειρῶν Arph.) хлопание, рукоплесканияκ. ἦν πολύς Xen. — раздались громкие рукоплескания
4) шум неодобрения, шиканье(κ. καὴ γέλως Plat.)
-
23 κωμωδογελως
-
24 παιδια
I.ἥ1) игра, забава(π. καὴ γέλως Xen.; π. καὴ ἀνάπαυσις Arst.)
παιδιὰς παίζειν Plat. — играть в (различные) игры;μετὰ παιδιᾶς и (ἐν) παιδιᾷ Plat. — для забавы, играючи, в шутку;2) игра, состязание(παιδιαὴ μαχητικαί, ἐριστικαί Arst.)
II.IIIἥ детский возраст, малолетство Plat. -
25 παμπολυς
παμπόλλη, πάμπολυ (compar. παμπλείων)1) чрезвычайно многочисленный, огромный(πλῆθος Plat.; στράτευμα Xen.)
2) необычайный, чрезвычайный(τύχη Plat.)
π. γέλως Arph. — неудержимый смех3) разнообразнейший или обильнейший(βοσκήματα Plat.)
-
26 παραπλησσω
атт. παραπλήττω досл. поражать, перен. поражать безумием, сводить с умаπαραπληγμένος — безумный, сумасшедший (γέλως Eur.; ἀνήρ, βουλεύματα Arph.)
-
27 πολυγελως
-
28 πραυγελως
-
29 προπετης
21) брошенный прочь, отброшенный (sc. τὸ κάταγμα Soph.)2) наклоненный вперед, наклонный(βάδισις Arst.)
ὅ αὐχέν μέ π., ἀλλ΄ ὀρθός Xen. — (конская) шея не опущенная, а крутая3) склоняющийся (близкий) к концуπ. πολιὰς ἐπὴ χαίτας Eur. — доживший до седых волос;
ζῇ π. Soph. — еще живой4) склонный, влекомыйπροπετέστατος ποιεῖν τι Xen. — горящий желанием сделать что-л.5) стремительный, неудержимый, необузданный(τοῦ σώματος ἡδοναί Aeschin.; γέλως Isocr.; οἱ θρασεῖς Arst.)
6) опрометчивый, необдуманный -
30 σκυθρωπος
мрачный, сумрачный, угрюмый(γῆρας Eur.; πύλαι Plut.)
σ. γέλως Aesch. — скрываемый под угрюмым видом смех, т.е. напускная мрачность; -
31 σπασμος
ὅ1) спазм, судорога Her., Soph., Thuc.γέλως ἐοικώς σπασμῷ Plut. — судорожный смех
2) сильная страсть, похоть Arph.3) сильное волнение(τῆς θαλάττης Plut.)
-
32 αιάντειος:
αιάντειος:
γέλως — смех сумасшедшего -
33 ομηρικός
η, ό[ν] гомеровский; относящийся к Гомеру;§ ομηρικός γέλως — или ομηρικά γέλια — гомерический хохот
-
34 σαρδόνιος
α, ο[ν] сардонический;γέλως — сардонический смех -
35 1071
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 1071
- 1
- 2
См. также в других словарях:
γέλως — ( ωτος), ο (AM γέλως) 1. το γέλιο για δήλωση χαράς, ειρωνείας ή σαρκασμού 2. ο ήχος που αναδίδεται από το γέλιο 3. αιτία, λόγος που προκαλεί γέλιο 4. κοιλότητα που σχηματίζεται στα μάγουλα κατά το γέλιο, κοινώς λακκάκι 5. φρ. α) «Σαρδόνιος γέλως» … Dictionary of Greek
γέλως — γέλω̆ς , γέλως laughter masc acc pl γέλω̆ς , γέλως laughter masc nom sg γέλως laughter masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σαρδώνιος γέλως. — σαρδώνιος γέλως. См. Сардонический смех … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἄσβεστος γέλως. — ἄσβεστος γέλως. См. Гомерический смех … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Σαρδόνιος γέλως — (σαρδόνιο γέλιο). Η φράση προέρχεται από το φυτό sardonia herba (χόρτο της Σαρδηνίας). Οι παλιότεροι πίστευαν πως το φυτό αυτό προκαλούσε νευρικό γέλιο. Γι’ αυτό και σ.γ. σημαίνει πικρό ή ειρωνικό γέλιο … Dictionary of Greek
γέλω — γέλως laughter dat sg (epic) γέλως laughter masc dat sg γέλω̆ , γέλως laughter masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γελώτοιν — γέλως laughter masc gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γελώτων — γέλως laughter masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γέλωσι — γέλως laughter masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γέλωσιν — γέλως laughter masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γέλωτα — γέλως laughter masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)