Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

γελως

  • 1 смех

    смех
    м τό γέλιο, ὁ γέλως:
    раскатистый \смех ἔκκρηξη γέλιου· разражаться \смехом ξεσπάνω στά γέλια· покатываться со \смеху ξεκαρδίζομαι στά γέλια· умирать со́ \смеху σκάνω ἀπό τα γέλια· \смех сквозь слезы γέλια καί δάκρυα μαζύ, γιά νά γελάς καί νά κλαις· ◊ поднимать на \смех кого́-л. γελοιοποιώ κάποιον \смеха ради γιά πλάκα, γιά ἀστεΐα· ку́рам на \смех εἶναι γιά νά γελἄν οἱ κόττες.

    Русско-новогреческий словарь > смех

  • 2 хохот

    хохот
    м τό χάχανο, ὁ καγχασμός, τά γέλια:
    взрыв \хохота τά ξέσπασμα γέλιων гомерический \хохот ὁ ὁμηρικός γέλως.

    Русско-новогреческий словарь > хохот

См. также в других словарях:

  • γέλως — ( ωτος), ο (AM γέλως) 1. το γέλιο για δήλωση χαράς, ειρωνείας ή σαρκασμού 2. ο ήχος που αναδίδεται από το γέλιο 3. αιτία, λόγος που προκαλεί γέλιο 4. κοιλότητα που σχηματίζεται στα μάγουλα κατά το γέλιο, κοινώς λακκάκι 5. φρ. α) «Σαρδόνιος γέλως» …   Dictionary of Greek

  • γέλως — γέλω̆ς , γέλως laughter masc acc pl γέλω̆ς , γέλως laughter masc nom sg γέλως laughter masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σαρδώνιος γέλως. — σαρδώνιος γέλως. См. Сардонический смех …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ἄσβεστος γέλως. — ἄσβεστος γέλως. См. Гомерический смех …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Σαρδόνιος γέλως — (σαρδόνιο γέλιο). Η φράση προέρχεται από το φυτό sardonia herba (χόρτο της Σαρδηνίας). Οι παλιότεροι πίστευαν πως το φυτό αυτό προκαλούσε νευρικό γέλιο. Γι’ αυτό και σ.γ. σημαίνει πικρό ή ειρωνικό γέλιο …   Dictionary of Greek

  • γέλω — γέλως laughter dat sg (epic) γέλως laughter masc dat sg γέλω̆ , γέλως laughter masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γελώτοιν — γέλως laughter masc gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γελώτων — γέλως laughter masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γέλωσι — γέλως laughter masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γέλωσιν — γέλως laughter masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γέλωτα — γέλως laughter masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»