-
1 σπασμος
ὅ1) спазм, судорога Her., Soph., Thuc.γέλως ἐοικώς σπασμῷ Plut. — судорожный смех
2) сильная страсть, похоть Arph.3) сильное волнение(τῆς θαλάττης Plut.)
-
2 σπασμός
ο мед.1) спазм(а); судорога, конвульсия; 2) приступ эпилепсии -
3 σπασμός
[спаэмос] ουσ α судорога, конвульсия. -
4 αντισπασμος
-
5 αποσπασμος
-
6 διαισσω
стяж. διᾷσσω, атт. διᾷττω, иногда διάττω (fut. διᾴξω, aor. διῇξα) устремляться, бросатьсяλαγὸς ἐς τὸ μέσον διήϊξε Her. — заяц проскочил внутрь;
ὄρεα διᾴσσειν Soph. — (про)носиться через горы;ταχεῖα διῇξε φήμη Eur. — слух (об этом) быстро распространился;ἀχὼ διῇξεν ἄντρων μυχόν Aesch. — отголосок донесся в глубину пещер;θόρυβοι διᾴττοντες Plut. — донесшийся шум;σπασμὸς διῇξε πλευρῶν Soph. — судорожная боль пронзила тело; -
7 διασπασμος
-
8 κατασπασμος
ὅ1) тяготение вниз, опускание(τῶν ὑγρῶν Plut.)
2) pl. подавленное состояние духа, угнетенность Plut. -
9 παρασπασμος
-
10 περισπασμος
ὅ1) отвлечение(τινος ἐπὴ τὰ βελτίω Plut.)
2) хлопоты, занятие, дело(φροντίδες καὴ περισπασμοί Plut.; ἐν περισπασμοῖς εἶναι Polyb.)
3) воен. отвод войск, диверсия Polyb.4) грам. облеченное ударение, циркумфлекс Sext.
См. также в других словарях:
σπασμός — convulsion masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπασμός — ο, ΝΜΑ [σπάω / σπῶ] 1. βίαια σύσπαση ενός ή πολλών μυών 2. καθεμία από τις συσπάσεις κατά την κρίση επιληψίας νεοελλ. 1. ιατρ. ακούσια συστολή μεμονωμένων μυών ή ολόκληρων μυικών ομάδων που μπορεί να είναι συνεχής, διακεκομμένη ή εναλλάξ συνεχής… … Dictionary of Greek
σπασμός — ο 1. ακούσια συστολή μυών ή νεύρων. 2. απότομη και μικρής διάρκειας κίνηση: Όταν τον πιάνει η νευρική κρίση, καταλαμβάνεται από σπασμούς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κλονικός σπασμός — Διαταραγμένη αντίδραση των μυών, κατά την οποία το τέντωμα προκαλεί μια σειρά γρήγορων μυϊκών συσπάσεων … Dictionary of Greek
σπασμοῖς — σπασμός convulsion masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπασμοῖσι — σπασμός convulsion masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπασμοῖσιν — σπασμός convulsion masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπασμοί — σπασμός convulsion masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπασμοῦ — σπασμός convulsion masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπασμούς — σπασμός convulsion masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπασμῶν — σπασμός convulsion masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)