-
1 προπετης
21) брошенный прочь, отброшенный (sc. τὸ κάταγμα Soph.)2) наклоненный вперед, наклонный(βάδισις Arst.)
ὅ αὐχέν μέ π., ἀλλ΄ ὀρθός Xen. — (конская) шея не опущенная, а крутая3) склоняющийся (близкий) к концуπ. πολιὰς ἐπὴ χαίτας Eur. — доживший до седых волос;
ζῇ π. Soph. — еще живой4) склонный, влекомыйπροπετέστατος ποιεῖν τι Xen. — горящий желанием сделать что-л.5) стремительный, неудержимый, необузданный(τοῦ σώματος ἡδοναί Aeschin.; γέλως Isocr.; οἱ θρασεῖς Arst.)
6) опрометчивый, необдуманный -
2 προπετής
{прил., 2}опрометчивый, необдуманный, неосмотрительный, стремительный; возм. наглый.Ссылки: Деян. 19:36; 2Тим. 3:4.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > προπετής
-
3 προπετής
{прил., 2}опрометчивый, необдуманный, неосмотрительный, стремительный; возм. наглый.Ссылки: Деян. 19:36; 2Тим. 3:4.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > προπετής
-
4 προπέτης
ο, προπέτισσα [-ις (-ιδος)] η нахал, -ка, наглец; грубиян, -ка -
5 προπετής
опрометчивый, необдуманный, неосмотрительный, стремительный; возм. наглый.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > προπετής
-
6 4312
{прил., 2}опрометчивый, необдуманный, неосмотрительный, стремительный; возм. наглый.Ссылки: Деян. 19:36; 2Тим. 3:4.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 4312
См. также в других словарях:
προπετής — falling masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προπετής — ές, ΝΜΑ, προπέτης, θηλ. έτισσα και παλ. τ. ις, Ν μτφ. (για πρόσ.) αυτός που έχει προκλητικό ύφος, αυθάδης, θρασύς, ιταμός (α. «οἱ θρασεῑς καὶ προπετεῑς», Αριστοτ. β. «οἱ γλώσσῃ προπετεῑς», Ανθ. Παλ.) αρχ. 1. αυτός που έχει κλίση, που γέρνει προς… … Dictionary of Greek
προπετής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που αλόγιστα και απερίσκεπτα προτρέχει, ο αυθάδης, ο θρασύς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προπέτης — πρό πετάω fly pres ind act 2nd sg πρό πετάω fly imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προπετῆ — προπετής falling neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) προπετής falling masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) προπετής falling masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προπετέστερον — προπετής falling adverbial comp προπετής falling masc acc comp sg προπετής falling neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προπετεστέρων — προπετής falling fem gen comp pl προπετής falling masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προπετεστέρως — προπετής falling masc acc comp pl (doric) προπετής falling comp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προπετεῖ — προπετής falling masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) προπετής falling masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προπετεῖς — προπετής falling masc/fem acc pl προπετής falling masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προπετές — προπετής falling masc/fem voc sg προπετής falling neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)