-
1 προπετης
21) брошенный прочь, отброшенный (sc. τὸ κάταγμα Soph.)2) наклоненный вперед, наклонный(βάδισις Arst.)
ὅ αὐχέν μέ π., ἀλλ΄ ὀρθός Xen. — (конская) шея не опущенная, а крутая3) склоняющийся (близкий) к концуπ. πολιὰς ἐπὴ χαίτας Eur. — доживший до седых волос;
ζῇ π. Soph. — еще живой4) склонный, влекомыйπροπετέστατος ποιεῖν τι Xen. — горящий желанием сделать что-л.5) стремительный, неудержимый, необузданный(τοῦ σώματος ἡδοναί Aeschin.; γέλως Isocr.; οἱ θρασεῖς Arst.)
6) опрометчивый, необдуманный
См. также в других словарях:
μεσοπετής — μεσοπετής, ές (ΑM) αυτός που πετάει στο μέσο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + πετής (< πέτομαι), πρβλ. προ πετής, υψι πετής] … Dictionary of Greek
προπετής — ές, ΝΜΑ, προπέτης, θηλ. έτισσα και παλ. τ. ις, Ν μτφ. (για πρόσ.) αυτός που έχει προκλητικό ύφος, αυθάδης, θρασύς, ιταμός (α. «οἱ θρασεῑς καὶ προπετεῑς», Αριστοτ. β. «οἱ γλώσσῃ προπετεῑς», Ανθ. Παλ.) αρχ. 1. αυτός που έχει κλίση, που γέρνει προς… … Dictionary of Greek
υπερπετής — ές, Α 1. αυτός που πετά πάνω από κάτι ή αυτός που πετά ψηλά, υψιπετής 2. αυτός που εκτείνεται πέρα από ένα σημείο 3. μτφ. αυτός που υψώνεται και αιωρείται ψηλά στον αέρα 4. το ουδ. ως ουσ. τo ὑπερπετές·καθετί που πετά ψηλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + … Dictionary of Greek
pet-2, petǝ- : ptē-, ptō- (Gk. ptā-) — pet 2, petǝ : ptē , ptō (Gk. ptā ) English meaning: to fall; to fly Deutsche Übersetzung: “auf etwas los or niederstũrzen, fliegen, fallen” Material: O.Ind. pátati “flies, wirft sich, fällt” (= πέτομαι, Lat. petō, O.Welsh… … Proto-Indo-European etymological dictionary