-
1 βαθύγειος
βᾰθῠ-γειος, ον, Call.Ap.65, Thphr.HP4.11.9, Str.6.3.5, D.S. 20.109: [comp] Sup., Ph.1.332, al.: [dialect] Ion. [suff] βᾰθῠ-γαιος Hdt.4.23; [dialect] Att. [suff] βᾰθῠ-γέως, ων, Thphr.CP2.4.10:—A with deep soil, productive, ll.cc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βαθύγειος
-
2 λεπτόγειος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λεπτόγειος
-
3 λευκόγειος
A s.v. ἄργιλος; [suff] λευκο-γέως, ων, Str.9.5.18, Eust.332.21 (v.l. [full] λευκόγαιος):—of or with white earth, ll. cc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λευκόγειος
-
4 λιπαρόγειος
λῐπᾰρό-γειος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λιπαρόγειος
-
5 μαλακόγειος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μαλακόγειος
-
6 μελάγγαιος
μελάγ-γαιος, ον, Hdt.2.12,4.198; [suff] μελάγ-γειος, ον, Dicaearch.1.12, Thphr.HP8.7.2, BGU 1529 (Ptol.), Antyll. ap. Orib.9.11.6; [suff] μελαγ-γέως, ων, gen. ω, Thphr.CP2.4.12:—Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μελάγγαιος
-
7 μελανόγειος
μελᾰνό-γειος, ον,A = μελάγγειος, Sch.Nic.Th. 566.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μελανόγειος
-
8 πυρρόγειος
πυρρό-γειος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πυρρόγειος
-
9 ἀμμόγειος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμμόγειος
-
10 ἐλαφρόγειος
A of light soil, Gp.3.3.11.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐλαφρόγειος
-
11 γῆ
γῆGrammatical information: f.Meaning: `earth' (Il.)Other forms: Dor. γᾶ, Cypr. ζα (uncertain, s. Lejeune BSL 50 (1954). Ion. plur. γέαι innovation (Schwyzer 473 A. 4, Schwyzer-Debrunner 51, K. Meister HK 172, 253)Dialectal forms: Myc. In the Thebes tablets occurs maka, interpreted as \/Mā Gā\/ `Mother Earth' (e.g. Avrantinos-Godart-Sacconi, Thèbes...Les tablettes, 2001).Compounds: Often as first member γη- ( γα-), mostly γεω- from γη-ο- (late also γε-η- from γη-η-, γε-ο- and γειο- after - γειος \< - γη-ιος): γη-γενής `earthborn' (Ion.-Att.), γή-λοφος (Pl.), γεώ-λοφος (X.) `earthhill', γεωμετρία, - ίη `field-measuring' (Ion.-Att.), γεωργός `peasant' (Ion.-Att.) \< γη(-ο)-Ϝοργός or - Ϝεργός, cf. γαβεργός \<ὁ\> ἀγροῦ μισθωτής. Λάκωνες H. - I think the word goes back on * gaya, which was (very) early contracted to *gā; see Beekes, Pre-Greek under suffix - αι-.Derivatives: Demin. γῄδιον (Ar.); adj. γήϊνος `earthen' (Ion.-Att.), Dor. γάϊνος, γεώδης (Pl.), γεηρός (Hp., cf. s. ἐγγαροῦντες); rare γῄτης (S. Tr. 32) `peasant', cf. γαϊ̃ται γεωργοί H. and Redard Les noms grecs en - της 36; denomin. γεόομαι `become earth' (D. S.)Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Unknown. Wrong Meier-Brügger, MSS 53 (1992) 113-6 (to *ǵenh₁- `beget'). Prob. to γαῖα, both Pre-Greek words. On possible Δα`Earth' see δᾶ and Δημήτηρ) and Ποσειδᾱ́ων (q.vv.); rather doubtful. For δ-\/γ- cf. γέφυρα\/ δέφυρα and Fur. 388f. I think the word goes back on * gaya, which was (very) early contracted to *gā; see Beekes, Pre-Greek under suffix - αι-. - Cf. also γέγειος.Page in Frisk: 1,303Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > γῆ
-
12 πρόσφατος
Grammatical information: adj.Meaning: `undecomposed', of a corpse (Ω 757 [ ἐρσήεις καὶ π.], Hdt.), `fresh', of plants, victuals, water a.o. (Hp., Arist., hell.), metaph. `fresh' = `happened lately, recently, immediately following, recens', of actions, emotions etc. (A. in lyr., Lys., D., Arist.).Origin: GR [a formation built with Greek elements]Etymology: Acc. to Phot. prop. = νεωστὶ ἀνῃρημένος, an interpretation, which seems to give the best solution. So to πεφ-νεῖν, φόνος, θείνω with the same 2. member as in the compounds Άρηΐ-, ἀρεί-φατος, μυλή-φατος, ὀδυνή-φατος; the remarkable development of meaning was possible as the second member became unclear (also in ἀρείφατος: also `martial'). The first element cannot be preverbal (as if from *προσ-θείνω), but has a similar function as in the nominal πρόσ-οικος, πρόσ-γειος etc.; prop. "close to the dead (killing), closely following" with univerbating το-suffix. -- Other hypotheses (to be rejected) in Bq w. lit.; to be rejected also Schwyzer 503 Zus. 2 (asking: "to *προσφα, cf. μέσφα?").Page in Frisk: 2,601-602Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > πρόσφατος
См. также в других словарях:
εύγειος — εὔγειος, ον (ΑΜ), Α και εὔγαιος, ον) αυτός που έχει καλό, εύφορο χώμα αρχ. το θηλ. ως ουσ. ἡ εὔγειος η εὔφορη χώρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + γειος (< γαία, γη), πρβλ. έγ γειος, υπό γειος] … Dictionary of Greek
ισόγειος — α, ο 1. αυτός που βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με την επιφάνεια τής γης, αυτός που έχει το ίδιο ύψος με το έδαφος 2. το ουδ. ως ουσ. το ισόγειο όροφος κατοικίας τού οποίου το επίπεδο βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με την επιφάνεια τού εδάφους, ο… … Dictionary of Greek
κατώγειος — κατώγειος, ον (Α) κατάγειος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάτω + γειος (< γαῑα), πρβλ. επί γειος, υπό γειος] … Dictionary of Greek
λευκόγειος — α, ο (AM λευκόγειος, ον, Α και λευκόγεως, ων και λευκόγαιος, ον) αυτός που έχει λευκή γη, άσπρο χώμα, ή αυτός που προέρχεται από λευκή γη. [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) * + γειος (< γαία), πρβλ. επί γειος, υπό γειος. Οι τ. λευκόγεως και λευκόγαιος… … Dictionary of Greek
μαλακόγειος — μαλακόγειος, ον (Α) (για τόπο) αυτός που έχει αφράτο χώμα («οὐ πολλὴν καὶ μαλακόγειον χώραν ἐπιόντες», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μαλακός + γειος (< γῆ), πρβλ. ισό γειος, λεπτό γειος] … Dictionary of Greek
υπέργειος — α, ο / ὑπέργειος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που βρίσκεται πάνω από την επιφάνεια τής γής, πάνω από την επιφάνεια τού εδάφους («υπέργειος βλαστός») 2. αυτός που βρίσκεται πάνω από τη Γη (α. «τα γήινα και τα υπέργεια» β. «υπέργειος σελήνη») μσν. το αρσ. ως… … Dictionary of Greek
χαμαίγειος — ον, Μ 1. επίγειος 2. ταπεινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι) * + γειος (< γῆ), πρβλ. βαθύ γειος, κατά γειος] … Dictionary of Greek
λεπτόγαιος — και λεπτόγειος, ο και λεπτόγεως, ων (Α λεπτόγειος και λεπτόγαιος, ον και λεπτόγεως, ων) αυτός που έχει λίγο, όχι παχύ και εύφορο χώμα, άγονος αρχ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ λεπτόγεα τα άγονα εδάφη, οι γυμνές περιοχές. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λεπτόγαιος… … Dictionary of Greek
μελάγγειος — μελάγγειος, ον και μελάγγεως, ων (ΑM, Α και μελανόγειος και ιων. τ. μελάγγαιος, ον) (για τόπους, περιοχές, χώρες) αυτός που έχει μαύρο και παχύ, εύφορο χώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + γειος / γεως / γαιος (για τη μορφή τού β συνθετικού βλ. λ.… … Dictionary of Greek
παράγειος — ον, Α (για ψάρια ή θαλάσσια φυτά) αυτός που ζει στα ρηχά νερά και κοντά στην παραλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + γειος (< γη*), πρβλ. υπό γειος] … Dictionary of Greek
περίγειος — α, ο / περίγειος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που βρίσκεται γύρω από τη Γη, που την περιβάλλει 2. το ουδ. ως ουσ. το περίγειο(ν) αστρον. το πλησιέστερο προς τη Γη σημείο τής τροχιάς ουράνιου σώματος και ιδίως τής Σελήνης μσν. το ουδ. ως ουσ. 1. ολόκληρη η… … Dictionary of Greek