-
1 λευκόγειος
A s.v. ἄργιλος; [suff] λευκο-γέως, ων, Str.9.5.18, Eust.332.21 (v.l. [full] λευκόγαιος):—of or with white earth, ll. cc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λευκόγειος
См. также в других словарях:
λευκόγαιος — λευκόγαιος, ον (Α) βλ. λευκόγειος … Dictionary of Greek
λευκόγειος — α, ο (AM λευκόγειος, ον, Α και λευκόγεως, ων και λευκόγαιος, ον) αυτός που έχει λευκή γη, άσπρο χώμα, ή αυτός που προέρχεται από λευκή γη. [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) * + γειος (< γαία), πρβλ. επί γειος, υπό γειος. Οι τ. λευκόγεως και λευκόγαιος… … Dictionary of Greek
λευκ(ο)- — (AM λευκ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθετο λευκός. Τα σύνθ. στα οποία εμφανίζεται είναι προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. λευκοθώραξ, λευκοπρόσωπος) με… … Dictionary of Greek