1 γαλε-ώδης
γαλε-ώδης, ες, dem γαλεός ähnl., Arist. H. A. 2, 13. 5, 5.
Griechisch-deutsches Handwörterbuch > γαλε-ώδης
2 γαλεωδης
Древнегреческо-русский словарь > γαλεωδης