Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

γάμ

См. также в других словарях:

  • γαμπρός — ο (AM γαμβρός) 1. σύζυγος τής θυγατέρας κάποιου 2. σύζυγος τής αδελφής 3. ο νιόπαντρος ή εκείνος που ετοιμάζεται να παντρευτεί, ο μνηστήρας νεοελλ. 1. καθένας που βρίσκεται σε ηλικία γάμου ή θέλει να παντρευτεί 2. φρ. α) «σαν θέλει η νύφη κι ο… …   Dictionary of Greek

  • Greek alphabet — Type Alphabet …   Wikipedia

  • Griechische Buchstaben — Frühform des griechischen Alphabets. Archäologisches Nationalmuseum, Athen Wegweiser in griechischer Schrift auf …   Deutsch Wikipedia

  • Griechische Paläografie — Frühform des griechischen Alphabets. Archäologisches Nationalmuseum, Athen Wegweiser in griechischer Schrift auf …   Deutsch Wikipedia

  • Griechische Schrift — Frühform des griechischen Alphabets. Archäologisches Nationalmuseum, Athen Wegweiser in griechischer Schrift auf …   Deutsch Wikipedia

  • Griechische Zeichen — Frühform des griechischen Alphabets. Archäologisches Nationalmuseum, Athen Wegweiser in griechischer Schrift auf …   Deutsch Wikipedia

  • Griechisches Alphabet — Schrifttyp Alphabet Sprachen Griechisch Verwendungszeit seit 800 v. Chr. Abstammung Protosemitisches Alphabet  → Phönizische Schrift …   Deutsch Wikipedia

  • Ρ, ρ — (αρχαία ελληνικά ρω). Το δέκατο έβδομο γράμμα του ελληνικού αλφάβητου. Προέρχεται από το σημιτικό resh (= κεφάλι ανθρώπου) που γραφόταν  ή  . Με το ίδιο περίπου σχήμα (, ), παριστάνεται το ρο στις αρχαιότερες επιγραφές της Θήρας, της Κρήτης,… …   Dictionary of Greek

  • κανθήλιο — το (Α κανθήλιον) νεοελλ. ναυτ. το στέγασμα που προφυλάσσει το πάνω από την επιφάνεια τής θάλασσας τμήμα τών παλαιών τροχήλατων ατμοπλοίων, κν. φούσκα. αρχ. 1. σαμάρι υποζυγίου 2. αρχιτ. μικρό δοκάρι τής στέγης προσαρμοσμένο πλάγια στην κύρια δοκό …   Dictionary of Greek

  • κειμήλιος — ο (ΑΜ κειμήλιος, ον) το ουδ. ως ουσ. το κειμήλιο(ν) πολύτιμο αντικείμενο που φυλάγεται ως ενθύμιο νεοελλ. μσν. το ουδ. ως ουσ. καθετί που έχει μεγάλη ιστορική, ηθική, καλλιτεχνική ή συναισθηματική αξία («κειμήλια τής Επανάστασης τού 1821) αρχ. 1 …   Dictionary of Greek

  • τελίσκω — και τελέσκω Α (ποιητ. τ.) 1. τελώ, εκτελώ, κάνω, καθιστώ («ἄγονον σπόρον τελίσκει», Νίκ.) 2. παθ. τελίσκομαι και τελέσκομαι α) μυούμαι σε μυστήρια («τελίσκομαι εἰς τὰ ἱερὰ μετὰ θυσιῶν», επιγρ.) β) (γενικά) διδάσκομαι («οὐκ ἔσται τελισκόμενος ἀπὸ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»