Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

γαμήλιος

См. также в других словарях:

  • γαμήλιος — of masc nom sg γαμήλιος of masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαμήλιος — α, ο (AM γαμήλιος, ον) αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή ταιριάζει σε γάμο αρχ. 1. (για θεότητες) αυτός που προστατεύει τον γάμο 2. το αρσ. ως ουσ. ο γαμήλιος (ενν. πλακούς) το γλύκισμα που προσφερόταν στους γάμους 3. το θηλ. ως ουσ. η γαμηλία (ενν …   Dictionary of Greek

  • γαμήλιος — α, ο ο σχετικός με το γάμο: Γαμήλιο εμβατήριο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γαμήλιον — γαμήλιος of masc acc sg γαμήλιος of neut nom/voc/acc sg γαμήλιος of masc/fem acc sg γαμήλιος of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαμηλίων — γαμήλιος of fem gen pl γαμήλιος of masc/neut gen pl γαμήλιος of masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαμηλίοις — γαμήλιος of masc/neut dat pl γαμήλιος of masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαμηλίου — γαμήλιος of masc/neut gen sg γαμήλιος of masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαμηλίους — γαμήλιος of masc acc pl γαμήλιος of masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαμηλίῳ — γαμήλιος of masc/neut dat sg γαμήλιος of masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαμήλια — γαμήλιος of neut nom/voc/acc pl γαμήλιος of neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαμήλιοι — γαμήλιος of masc nom/voc pl γαμήλιος of masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»