-
1 γαμηλιος
2 и 3свадебный, брачный(κοίτη Aesch.; εὐνή Eur.; τράπεζα Plut.)
γαμήλια λέκτρα γενέσθαι τινί Plut. — выйти замуж за кого-л.;γαμηλία Ἥρα Plut. (лат. Juno pronuba) — Гера, покровительствующая бракам;τὸ γαμήλιον διάγραμμα Plut. — брачный чертеж, т.е. прямоугольный треугольник, стороны которого находятся в соотношении 3:4:5 -
2 γαμήλιος
γαμήλιοςof: masc nom sgγαμήλιοςof: masc /fem nom sg -
3 γαμήλιος
γαμήλιος, ον, hochzeitlich, λέχος Men. bei Luc. amor. 2; λέκτρα p. bei Plut. Rom. 17; ἔργον Sol. 20; λουτρά Men. bei Schol. Ar. Lys. 378; ὑμέναιος Agath. 94 (VII, 568); ϑυηλαί Lycophr. 323; ὁ, sc. πλακοῦς, der Hochzeitskuchen, bei Ath. VII, 280 d; – γαμηλία, nach Didym. bei Harpocr. ἡ τοῖς φράτορσιν ἐπὶ γάμοις διδομένη, sc. ϑυσία, Hochzeitsschmaus, ἡ εἰς τοὺς φράτορας εἰςαγωγὴ τῶν γυναικῶν. So τὴν γαμηλίαν τοῖς φράτορσιν εἰςφέρειν, Dem. 57, 43. 69; vgl. Is. 8, 18; περὶ τῆς τοῖς φράτορσι γαμηλίας 3, 76; vgl. ibid. 79; den Schmaus den Mitgliedern seiner Phratrie bei seiner Verheirathung zur Einführung seiner Frau geben.
-
4 γαμήλιος
-
5 γαμήλιος
-
6 γαμήλιος
γᾰμήλ-ιος, ον,A of or for a wedding, bridal, nuptial, (lyr.); ; ; ; ;οὐχ ἧψαν φῶς τὸ γ. Epigr.Gr.256.7
([place name] Cyprus);ζυγὸν γ. IG14.2125
; of divinities, presiding over marriage, Ath.5.185b, Poll.1.24;Ἀφροδίτα E.Fr.781.17
(lyr.).II as Subst., γαμήλιος (sc. πλακοῦς), ὁ, bride cake, Philetaer.13.5.2 γαμηλία (sc. θυσία), ἡ, wedding-feast, γαμηλίαν εἰσφέρειν τοῖς φράτερσι contribute the wedding feast for one's clansmen, D.57.69; τοῖς φ. ὑπέρ τινος ib.43, cf.Is.3.79: abs., ib.76.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γαμήλιος
-
7 γαμήλιος
[гамилиос] επ свадебный, брачный. -
8 γαμήλιος
bridalΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > γαμήλιος
-
9 ἐπι-γαμήλιος
ἐπι-γαμήλιος, hochzeitlich, Eumath.
-
10 γαμήλιον
γαμήλιοςof: masc acc sgγαμήλιοςof: neut nom /voc /acc sgγαμήλιοςof: masc /fem acc sgγαμήλιοςof: neut nom /voc /acc sg -
11 γαμηλίων
γαμήλιοςof: fem gen plγαμήλιοςof: masc /neut gen plγαμήλιοςof: masc /fem /neut gen pl -
12 γαμηλίοις
γαμήλιοςof: masc /neut dat plγαμήλιοςof: masc /fem /neut dat pl -
13 γαμηλίου
γαμήλιοςof: masc /neut gen sgγαμήλιοςof: masc /fem /neut gen sg -
14 γαμηλίους
γαμήλιοςof: masc acc plγαμήλιοςof: masc /fem acc pl -
15 γαμήλια
γαμήλιοςof: neut nom /voc /acc plγαμήλιοςof: neut nom /voc /acc pl -
16 γαμήλιοι
γαμήλιοςof: masc nom /voc plγαμήλιοςof: masc /fem nom /voc pl -
17 γαμηλίαις
γαμήλιοςof: fem dat pl -
18 γαμηλία
γαμηλίᾱ, γαμήλιοςof: fem nom /voc /acc dualγαμηλίᾱ, γαμήλιοςof: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————γαμηλίᾱͅ, γαμήλιοςof: fem dat sg (attic doric aeolic) -
19 γαμηλίας
γαμηλίᾱς, γαμήλιοςof: fem acc plγαμηλίᾱς, γαμήλιοςof: fem gen sg (attic doric aeolic) -
20 γαμηλίω
См. также в других словарях:
γαμήλιος — of masc nom sg γαμήλιος of masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαμήλιος — α, ο (AM γαμήλιος, ον) αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή ταιριάζει σε γάμο αρχ. 1. (για θεότητες) αυτός που προστατεύει τον γάμο 2. το αρσ. ως ουσ. ο γαμήλιος (ενν. πλακούς) το γλύκισμα που προσφερόταν στους γάμους 3. το θηλ. ως ουσ. η γαμηλία (ενν … Dictionary of Greek
γαμήλιος — α, ο ο σχετικός με το γάμο: Γαμήλιο εμβατήριο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γαμήλιον — γαμήλιος of masc acc sg γαμήλιος of neut nom/voc/acc sg γαμήλιος of masc/fem acc sg γαμήλιος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαμηλίων — γαμήλιος of fem gen pl γαμήλιος of masc/neut gen pl γαμήλιος of masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαμηλίοις — γαμήλιος of masc/neut dat pl γαμήλιος of masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαμηλίου — γαμήλιος of masc/neut gen sg γαμήλιος of masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαμηλίους — γαμήλιος of masc acc pl γαμήλιος of masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαμηλίῳ — γαμήλιος of masc/neut dat sg γαμήλιος of masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαμήλια — γαμήλιος of neut nom/voc/acc pl γαμήλιος of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαμήλιοι — γαμήλιος of masc nom/voc pl γαμήλιος of masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)