-
1 γάδος
-
2 γάδος 1
γάδος 1.Grammatical information: m.Meaning: name of a fish, also called ὄνος (Dorio ap. Ath. 7, 315f.).Other forms: γάδαρος (Diogenian) = γαϊδάριον (pap. VI-VIIp), ModGr. γαϊδαρόψαρον (s. Thompson Fishes s.v. ὄνος and Saint-Denis Animaux marins s.v. asellus. Very unclear, s. DELG.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: On comparable names for the ὄνος or ὀνίσκος: γαλίας, γαλλερίας, καλλαρίς, χελλαρίης etc. s. Strömberg Fischnamen 130f. Also Fur. 339 A 3, who also compares (254) γάζας ἰχθὺς ποιός H. (The comment in DELG "La ressamblance..résulte donc d'une coincidence" is ununderstandable to me.)Page in Frisk: 1,282Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > γάδος 1
-
3 γάδος 2
γάδος 2.See also: s. γάνδοςGreek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > γάδος 2
-
4 γάδιξις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γάδιξις
-
5 γανδάνειν
γανδάνειν· ἀρέσκειν, Hsch. [full] γανδάω· λάμπω, Id. [full] γάνδιον· κιβώτιον, Id. [full] γάνδος· ὁ πολλὰ εἰδὼς καὶ πανοῦργος· τινὲς δὲ γάδος, Id. [full] γάνδομα· πυροί, ἄλευρα, Id. [full] γάνεα· κήπους, Id. (κόπους cod.). [full] γανεῖν· λευκαίνειν, Id., EM223.44. [full] γανῖται· δάπανοι, ἄσωτοι, Hsch. (cf. Lat.A ganeo).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γανδάνειν
-
6 ἦδος
A delight, pleasure, οὐδέ τι δαιτὸς ἐσθλῆς ἔσσεται ἦ. Il.1.576; ἀλλὰ μίνυνθα ἡμέων ἔσσεται ἦ. 11.318; ἀλλὰ τί μοι τῶν ἦ.; what delight have I therefrom? 18.80; αὐτὰρ ἐμοὶ τί τόδ' ἦ.; Od.24.95, cf. Theoc.16.40, A.R.3.314.—In this sense almost confined to [dialect] Ep. and nom. sg.; in late Prose, πρὸς τὸ ἦ. Alex.Aphr.Pr.1.20. -
7 γαλίας
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > γαλίας
-
8 γάνδος
Grammatical information: m.Meaning: ὁ πολλὰ εἰδὼς καὶ πανοῦργος. τίνες δε γάδος H. Cf. γάσος ὁ ἀπατέων. ὁ πολλὰ εἰδὼς καὶ πανοῦργος.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: The prenasalziation proves a Pre-Greek word. Fur. 254, 288. This conclusion is confirmed by the form with σ.Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > γάνδος
-
9 ἡδύς
Grammatical information: adj.Meaning: `sweet, tasteful, pleasant, pleasing' (Il.);Compounds: very often as 1. member, e. g. ἡδυ-επής `with sweet words, sounding pleasant' (Il.); as 2. member - ηδής, s. ἥδομαι. On ἡδίων (rare a. late ἡδύτερος), ἥδιστος s. Seiler Steigerungsformen 57f.Derivatives: ἥδυμος `sweet, comforting', dactylic variant of ἡδύς, of ὕπνος (Il.; in Hom. always wrongly νήδυμος, s. Bechtel Lex. s. v., Leumann Hom. Wörter 44f.), also Α῝δυμος as PN; cf. ἔτυμος and Schwyzer 494, Chantraine Formation 151f.; ἡδύλος `id.', hypocoristic enlargement (A. D., EM) with ἡδυλίζω `flatter, tempt' (Men.), ἡδυλίσαι συνουσιάσαι, ἡδυλισμός συνουσία H.; also as PN with ` Ηδυλίνη (Attica IVa), ` Ηδύλειος (Delos IIIa); further ` Ηδυτώ (Attica Va; after Έρατώ a. o.), ` Ηδάριον (Rhodes; after the dimin. in - άριον). Backformation ἦδος `vinegar' (Ath.), cf. γᾶδος (= Ϝ-) γάλα, ἄλλοι ὄξος H., on the meaning Schwyzer Festschrift Kretschmer 244ff.; also Pisani KZ 68, 176f. (where unclear Arm. k`ac̣ax `vinegar' is discussed). Denomin. verb ἡδύνω `sweeten, make tasteful, spice' (IA.) with ἥδυσμα, - μάτιον `spice' (Ion.-Att.), ἡδυσμός, ἡδυν-τός, - τικός, - τήρ `spiced etc.' (also from salt).Etymology: Old word for `sweet', identical with Skt. svādú-, Gaul. Suadu-rīx, - genus, IE *sueh₂dú-s; also Lat. suāvis, Germ., e. g. OHG suozi, OE. swēte `sweet'. The full grade perhaps from the comparative ἡδίων, Skt. svā́dīyas- (also ἥδιστος = svā́diṣṭha-). The zero grade in Lith. súdyti `spice, salt', Skt. sūdáyati, perf. pl. su-ṣūd-imá `make tasteful'. - Forms in W.-Hofmann s. suāvis. S. also ἥδομαι, ἁνδάνω.Page in Frisk: 1,623Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἡδύς
См. также в других словарях:
γάδος — ο (Α γάδος) ο μπακαλιάρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η ομοιότητα της λ. γάδος με τα γάδαρος, γαϊδάριον, γάιδαρος είναι συμπτωματική και η υποστηριχθείσα ετυμολογική τους σύνδεση δεν έχει ισχυρή βάση. Το ότι το είδος αυτό του ψαριού ονομάστηκε… … Dictionary of Greek
γάδος η μορούη ή καλλαρίας — Επιστημονική ονομασία του βακαλάου (βλ. λ.) ή μπακαλιάρου … Dictionary of Greek
γάιδαρος — Θηλαστικό της τάξης των περιττοδακτύλων. Η επιστημονική ονομασία του είναι όνος. Ο κατοικίδιος γ., που τον χρησιμοποιούν από την αρχαιότητα αφρικανικοί, ασιατικοί και ευρωπαϊκοί λαοί ως ζώο φορτίου, έλξης και ιππασίας, προέρχεται από τον άγριο γ … Dictionary of Greek
gádido — ► adjetivo/ sustantivo masculino ZOOLOGÍA Perteneciente a una familia de peces marinos y de agua dulce, a la que pertenecen la merluza, la pescadilla, el bacalao y otros. * * * gádido adj. y n. m. Zool. Se aplica a los *peces de una familia a la… … Enciclopedia Universal
αίγα — (aega). Επιστημονική ονομασία γένους αρθροπόδων και γένους εντόμων. 1. Τα αρθρόποδα είναι της οικογένειας των αιγιδών και της τάξης των ισοπόδων. Ζουν παρασιτικά επάνω στα διάφορα ψάρια, στα οποία κολλούν με τους μυζητήρες τους. Το μήκος του… … Dictionary of Greek
αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… … Dictionary of Greek
βακαλάος — Με την ονομασία αυτή πωλείται στο εμπόριο κατάλληλα επεξεργασμένος ο τελεόστεος ιχθύς γάδος καλλαρίας, γνωστός επίσης ως μπακαλιάρος, που ανήκει στην τάξη των γαδομόρφων. Το μήκος του μπορεί να ξεπεράσει το 1,5 μ. και το βάρος του τα 40 κιλά· το… … Dictionary of Greek
γαδοειδής — ές αυτός που μοιάζει με το ψάρι γάδος* … Dictionary of Greek
γαϊδουρόψαρο — το ονομασία του ψαριού γάδος … Dictionary of Greek
μπακαλιάρος — Βλ. λ. βακαλάος. * * * ο 1. το ψάρι γάδος και, ιδίως ο αλίπαστος, αλλ. βακαλάος 2. ο ιχθύς μερλούκιος ο κοινός 3. ναυτ. ισχυρή δοκός καθηλωμένη κατά μήκος τού τοιχώματος ξύλινου πλοίου 4. μτφ. (για πρόσ.) πολύ αδύνατος και ισχνός άνθρωπος.… … Dictionary of Greek
ονίσκος — Γένος μικρών χερσαίων καρκινοειδών της οικογένειας των ονκπαδών, που είναι γνωστά με την κοινή ονομασία γουρουνάκια. Έχουν μήκος περίπου 12 χιλιοστά, σώμα αρθρωτό, καμπύλο προς τα επάνω· ο θώρακας και η κοιλιά είναι εφοδιασμένα αντίστοιχα με επτά … Dictionary of Greek