-
21 πόθεν
I interrog. Adv. whence?1 of Place,εἰρώτα.., τίς εἴη καὶ π. ἔλθοι Od.15.423
;ποδαπὸς ὁ ξένος; π.; A.Ch. 657
;ποῖ δὴ καὶ π.; Pl.Phdr. 227a
: c. gen.,τίς π. εἰς ἀνδρῶν; Il.21.150
, Od.1.170, al.;κ. τῆς Φρυγίης ἥκων; Hdt.1.35
; , etc.2 of origin, π. γένος εὔχεται εἶναι from what stock he avows that he is by descent, Od.17.373;τὴν.. τέχνην πῶς καὶ π. ἄν τις δύναιτο πορίσασθαι; Pl.Phdr. 269d
;π. ἄλλοθεν..; D.3.28
: c. gen.,π. ποτὲ.. θνητῶν ἔφυσαν; E.Supp. 841
.4 of the cause, whence? wherefore?π. χοὰς ἔπεμψεν; ἐκ τίνος λόγου; A.Ch. 515
; to express surprise or negation, π. γὰρ ἔσται βιοτά; i.e. οὐδαμόθεν, S.Ph. 1159 (lyr.);π. υἱὸς αὐτοῦ ἐστιν; Ev.Marc. 12.37
;πόθεν;
how can it be? impossible! nonsense!E.
Ph. 1620, Ar.V. 1145, Ra. 1455;σὺ δ' ὁμέστιος θεοῖς; π.; Id.Fr. 655
;ἀλλ' οὐκ ἔστι ταῦτα· πόθεν; πολλοῦ γε καὶ δεῖ D.18.47
, cf. 24.157, etc.;π. γάρ; E. Alc. 781
.5 with Verbs of finding, taking, purchasing, etc.,π. ἂν πριαίμην ῥῖνα; Ar. Pax21
;π. ἄν τις τοῦτο τὸ χρῖμα λάβοι; X.Smp. 2.4
;π. πρᾷον.. ἦθος εὑρήσομεν; Pl.R. 375c
, cf. Euthd. 273e, al.; soκάθησθε κλάοντες περὶ τῆς αὔριον π. φάγητε Arr.Epict.1.9.19
.II [full] ποθέν, enclit. Adv. from some place or other,εἴ π. Il.9.380
;εἰ καί π. ἄλλοθεν ἔλθοι Od.7.52
, cf. 5.490;φανεὶς.. π. A.Pers. 354
;ἦλθέ π. σωτήρ Id.Ch. 1073
(anap.);ἐκ δρυός π. ἢ ἐκ πέτρας Pl.R. 544d
; ἐκ βιβλίου π. ἀκούσας from some book or other, Id.Phdr. 268c, cf. 244d; after ἐνθένδε, ἐντεῦθεν, ib. 229b, 270a, etc. -
22 πολισσονόμος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολισσονόμος
-
23 φιλάνωρ
A fond of a man, amorous, conjugal, στίβοι, τρόποι, A.Ag. 411 (lyr.), 856; (lyr.):—[full] φιλήνωρ only in late [dialect] Ep., Musae.267, Coluth.213.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλάνωρ
-
24 ἐγκύρω
ἐγκύρω [pron. full] [ῡ], [tense] impf. ἐνέκῡρον: [tense] fut. ἐγκύρσω: [tense] aor. ἐνέκυρσα:—[voice] Pass., ἐγκύρομαι: [full] ἐγκῠρέω, [tense] aor. 1 ἐνεκύρησα, lessfreq. in early writers, Heraclit. 72, freq. in Phld. as Sign.21, al., cf. Plb. and D.H. (v. infr.), Ael. Tact.1.2:—A fall in with, light upon, meet with, c.dat.,ἐνέκυρσε φάλαγξι Il.13.145
;ἐγκύρσας ἀάτῃσιν Hes.Op. 216
;ὁκοίοις ἐγκυρέωσιν ἔργμασι Archil.70
; ἐγκύρσαις ([dialect] Aeol. [tense] aor. 1 part.)ἑκατονταετεῖ βιοτᾷ Pi.P.4.282
, cf. 1.100;δύᾳ B.Fr.21
;τμητοῖς ὁλκοῖς ἐγκῦρσαι S.El. 863
(lyr.);στρατῷ ἐνέκυρσε ἀμφοτέρῃσι τῇσι μοίρῃσι Hdt.4.125
;ἐνεκύρησαν στρατῷ Id.7.218
, cf. Plb.8.35.5, etc.;δυσχωρίαις ἐγκυρήσαντες D.H.3.59
;τυράννοις Phld.Ir.p.30
W.: in Hdt.7.208, c. gen., ἀλογίης ἐνέκυρσε πολλῆς (here Valck. proposed ἐκύρησε, which has been received by edd.): c. acc.,Ἅιδαν ἐγκύρσαντες ἀλάμπετον Epigr.Gr.241
([place name] Smyrna). —Not in [dialect] Att. Prose, once in Com.,ἐγκυρῆσαι Cratin.35
. -
25 ἐργάτις
A workwoman; of the worker bees, Arist.HA 627a12, Lyr.Alex.Adesp.7.12 ;μάθε ὡς ἐ. ἐστὶν [ἡ μέλισσα] LXXPr.6.8a
;ἐ. βοῦς AP9.741
.2 Adj. laborious, industrious,γυναῖκες οὕτω ἐ. Hdt.5.13
; ;βιοτά APl.1.15.6
.3 working for hire,Μοῖσ' οὔ πω ἐ. ἦν Pi.I.2.6
; of a courtesan, Archil.184.II c. gen., working at or producing, (ἐργάνην Stob.
); νέκταρος ἐ., of bees, AP9.404.8 (Antiphil.); νήματος ἠλακάτα ib.6.174 (Antip. <Sid.>); σελίδων, of poetesses, ib.9.26.8 (Antip. Thess.); Κύπριδος, of courtesans, ib.5.244.8 (Maced.) ; rare in Prose,πόλις ἐ. τῶν ἀγαθῶν D.H.2.76
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐργάτις
-
26 ἑκατονταέτης
ἑκᾰτοντα-έτης, ες,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑκατονταέτης
- 1
- 2
См. также в других словарях:
βιοτά — βιοτά̱ , βιοτή living fem nom/voc/acc dual βιοτά̱ , βιοτή living fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιοτᾷ — βιοτή living fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιοτᾶι — βιοτᾷ , βιοτή living fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιοτάν — βιοτά̱ν , βιοτή living fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιοτάς — βιοτά̱ς , βιοτή living fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολισσονόμος — ον, Α 1. αυτός που κυβερνά πόλη 2. φρ. «πολισσονόμος βιοτά» ο πολιτικός και κοινωνικός βίος (Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι συνθ. < πόλις + νόμος*. Η μορφή τού α συνθετικού πολισσο (πρβλ. πολισσ ούχος) είναι πιθ. αναλογική προς το συνθ.… … Dictionary of Greek
πόθεν — ΝΜΑ, και ιων. τ. κόθεν, Α επίρρ. νεοελλ. φρ. «πόθεν έσχες» δημόσιος κοινωνικός έλεγχος αξιωματούχου που διαχειρίστηκε δημόσιο χρήμα ή καθενός που πλούτισε ξαφνικά χωρίς εμφανείς πόρους αρχ. 1. από ποιο τόπο, από πού; (α. «εἰρώτα δὴ ἔπειτα, τίς… … Dictionary of Greek