-
1 βαθύς
(ε)ιά, ύ [εία, ύ ]1) в разн. знач глубокий;βαθειά πληγή — глубокая рана;
βαθύ φθινόπωρο — глубокая осень;
βαθύ γήρας — или βαθιά γεράματα — глубокая старость;
βαθιά μετόπισθεν — глубокий тыл;
βαθύς ύπνος — глубокий сон;
βαθειά σιγή — глубокое молчание;
βαθύ μυστήριο — глубокая тайна;
βαθύ πένθος — глубокий траур;
βαθιά συγκίνηση (λύπη) — глубокое волнение (горе);
βαθ(ε)ιές γνώσεις — глубокие знания;
βαθ(ε)ιά σκέψη — глубокая мысль;
βαθό μυαλό — глубокий ум;
απλώνω βαθιές ρίζες прям., перен. — пускать глубокие корни;
στα βαθιά — на большой глубине;
2) удобный, мягкий (о мебели);3) тёмный (о цвете) -
2 βάθος
(-ους и -ου) τό1) глубина (тж. перен.); глубь;μεγάλα βάθη — большая глубина;
στο βάθος τού δάσους — а) в глубине леса; — б) вглубь леса;
σε βάθος — на глубине;
βάθος σκέψης (γνώσεων) — глубина мысли (знаний);
βάθος εννοίας — филос, глубина понятия;
των πραγμάτων — сущность вещей;2) дно (моря); недра (земли);ζώα απαντώντα εις το βάθος των θαλασσών - — животные, обитающие на дне морском;
3) театр. задник;4) жив. фон;§ (γνωρίζω κάτι) κατά βάθος ( — знать что-л.) глубоко, основательно;
εκ βάθους ψυχής και καρδίας — от всей души и от всего сердца;
ή τού ΰψου(ς) ή τού βάθου(ς) ≈ — либо пан, либо пропал;
χαίρε βάθος αμέτρητον! ирон. — не предела (наивности, глупости)
См. также в других словарях:
Βᾶθ' — Βατί , Βατίς skate fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βᾶθ' — βᾶτε , βάζω speak fut ind act 2nd pl βᾶται , βάζω speak fut ind mid 3rd sg βᾶτε , βαίνω walk aor imperat act 2nd pl βᾶθι , βαίνω walk aor imperat act 2nd sg (doric) βᾶτε , βαίνω walk aor ind act 2nd pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βάθ' — Βατί , Βατίς skate fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάθ' — βάτα , βάτης one that treads masc voc sg βάτα , βάτης one that treads masc nom sg (epic) βάται , βάτης one that treads masc nom/voc pl βάτᾱͅ , βάτης one that treads masc dat sg (doric aeolic) βάτα , βάτον blackberry neut nom/voc/acc pl βάτε ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-τα — κατάλ. τού πληθ. αριθμού τών περιττοσύλλαβων ουδ. ονομάτων σε α, ατος (πρβλ. ὄνομα, ὀνόματος) η οποία χρησιμοποιήθηκε αναλογικά για τον σχηματισμό παρλλ. επεκταμένων τ. πληθ. αριθμού ισοσύλλαβων ουδ. ήδη τής Αρχαίας Ελληνικής (πρβλ. προσώπα τα:… … Dictionary of Greek
ζάβουλος — ο κουτός, βλάκας, ευήθης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζαβός + κατάλ. ουλος (πρβλ. βαθ ουλός, παχ ουλός)] … Dictionary of Greek
καλύτερος — η, ο πιο καλός, σε σύγκριση με κάποιον άλλο. επίρρ... καλύτερα 1. πιο καλά, προτιμότερα («καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή, παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή») 2. φρ. α) «είμαι καλύτερα» ή «πάω καλύτερα» βελτιώνεται η υγεία μου ή η κατάστασή… … Dictionary of Greek
λάφρος — το 1. ελαφρότητα, αλαφράδα 2. ανακούφιση. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το λαφρός κατά τα ουδ. ουσ. σε ος που δηλώνουν ιδιότητα (πρβλ. βάθ ος, βάρ ος)] … Dictionary of Greek
μακρουλός — ή, ό (Μ μακρουλός, ή, όν) μακρύς, επιμήκης, στενόμακρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρύς, κατά τα βαθ ουλός, παχ ουλός (< αρχ. επίθ. σε υλός, πρβλ. παχ υλός)] … Dictionary of Greek
νερουλός — ή, ό (Μ νερουλός, ή, όν) αυτός που περιέχει πολύ νερό ή ο ρευστός σαν νερό, υδαρής νεοελλ. αυτός που στερείται συνεκτικότητας, σωματικής ή πνευματικής ευρωστίας, πλαδαρός, νερουλιασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νερό + κατάλ. ουλός (πρβλ. βαθ ουλός, παχ… … Dictionary of Greek
παχουλός — ή, ό, ΝΜ (για πρόσ. και ζώα) λίγο παχύς, ευτραφής, γεμάτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παχύς + κατάλ. ουλός (πρβλ. βαθ ουλός)] … Dictionary of Greek