-
1 βαθ-έσπερος
βαθ-έσπερος, spätabendlich, Sp.
-
2 βαθέσπερος
-
3 βαθύς
βαθύς, εῖα, ύ, tief, hoch, zunächst von der räumlichen Ausdehnung, von Hom. an überall; auch wie bei uns von der der Front entgegenstehenden Ausdehnung, φάλαγξ, eine tiefe Schlachtordnung, Xen. Hell. 2, 4, 24. 4, 2, 7; Pol. 1, 33 u. Folgde; ähnlich werden erkl. βαϑέα ἄγκεα, Il. 20, 490, tief sich hinein erstreckende Thäler, auch αὐλή 5, 142; ἠιών 2, 92. Von tiefen Wnnden, πληγή Luc. Nigr. 35; τομή Plut. san. tu. p. 393. Uebertr., a) anknüpfend an ἄμαϑος βαϑεῖα, tiefer Sand, Il. 5, 587, drückt es alles Roichliche aus, dicht, dick; νειὸς βαϑεῖα 10, 353, mit einer dicken Schicht Fruchterde, also fruchtbar; vgl. β. γῆ Eur. Andr. 637; χώρα Plut. Caes. 39; λήιον Il. 11, 560 u. öfter, wie Hes. Th. 107, was erklärt wird ὑψηλοὺς καὶ εὐτραφεῖς ἔχον στάχυας; ὕλη Il. 5, 555; λειμών Aesch. Prom. 665; χλόα Eur. Hipp. 1138; σῖτος ἐν τῷ πεδίῳ, hohes Getreide, Xen. Hell. 3, 2, 17; ποία Add. ep. 3 (VI, 228); τρίχες Xen. Cyn. 7, 8; πώγων Luc. Pisc. 41; κλῆρος, reich, Pind. Ol. 13, 60; ἄνδρες, reiche Leute, Xen. Oec. 11, 10; οἶκος Callim. Cer. 114; πλοῠτος Ael. V. H. 3, 18; Μίδεω βάϑιον πλουτεῖν, reicher als Midas sein, Tyrt. 3, 6; βαϑὺ χρέος, tiefe Schuld, Pind. Ol. 6, 3; κλέος, reicher, großer Ruhm, Pind. Ol. 7, 53; βαϑὺ ἐσϑλόν, tiefgegründetes Glück, 12, 12. – b) von Zeitbestimmungen, ὄρϑρος, hoher Morgen, Plat. Crit. 43 a; Ar. Vesp. 216 u. Sp.; νύξ, tiefe Nacht, Luc. Asin. 34; ἑσπέρα Paus. 4, 18, 3; γῆρας, spätes Alter, Leon. Tar. 71 (VII, 163); vgl. Ar. Nub. 512 προήκων ἐς βαϑὺ τῆς ἡλικίας. – c) auf den Geist übertr., klug, weise, ernst, wie unser Geistestiefe, φρήν Il. 19, 125; Pind. N. 4, 8; μέριμνα Ol. 2, 60; φροντίς, μηχανή. Aesch. Suppl. 402. 934; ἤϑεα βαϑύτερα Her. 4. 95, wie Plat. Legg. XI, 930 a, ernstere Sitten; βαϑὺς τῇ φύσει στρατηγός Posidipp. Ath. IX, 377 (v. 59); so Sp., βαϑεῖς ταῖς ψυχαῖς Pol. 6, 24; τὴν παιδείαν βαϑύς Luc. Salt. 81; Suid. erkl. βαϑύς durch πονηρός aus Men. – d) folgende Uebertragungen schließen sich auch mehr od. weniger ans Deutsche an: λαῖλαψ, heftiger Sturm, Il. 11, 306; ἀήρ, dicke Luft, Od. 9, 144; κίνδυνος Pind. P. 4, 207; τέρψις Soph. Ai. 1179; ἀνάπνευσις Plat. Tim. 92 a; ὕπνος Luc. D. mar. 2, 3; σιγή Tox. 36; εἰρήνη Posid. 18 (VII 170); χρόα, tiefdunkel, Ael. N. A. 3. 17. – Compar. βαϑύτερος, p. auch βαϑίων; bei Theocr. 5, 43 ist in βάϑιον ι kurz; dor. βάσσων, Epicharm.; Superl. βαϑ ύτατος u. p. βάϑιστος. – Adv. βαϑέως, z. B. κοιμᾶσϑαι Theocr. 8, 66.
См. также в других словарях:
Βᾶθ' — Βατί , Βατίς skate fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βᾶθ' — βᾶτε , βάζω speak fut ind act 2nd pl βᾶται , βάζω speak fut ind mid 3rd sg βᾶτε , βαίνω walk aor imperat act 2nd pl βᾶθι , βαίνω walk aor imperat act 2nd sg (doric) βᾶτε , βαίνω walk aor ind act 2nd pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βάθ' — Βατί , Βατίς skate fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάθ' — βάτα , βάτης one that treads masc voc sg βάτα , βάτης one that treads masc nom sg (epic) βάται , βάτης one that treads masc nom/voc pl βάτᾱͅ , βάτης one that treads masc dat sg (doric aeolic) βάτα , βάτον blackberry neut nom/voc/acc pl βάτε ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-τα — κατάλ. τού πληθ. αριθμού τών περιττοσύλλαβων ουδ. ονομάτων σε α, ατος (πρβλ. ὄνομα, ὀνόματος) η οποία χρησιμοποιήθηκε αναλογικά για τον σχηματισμό παρλλ. επεκταμένων τ. πληθ. αριθμού ισοσύλλαβων ουδ. ήδη τής Αρχαίας Ελληνικής (πρβλ. προσώπα τα:… … Dictionary of Greek
ζάβουλος — ο κουτός, βλάκας, ευήθης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζαβός + κατάλ. ουλος (πρβλ. βαθ ουλός, παχ ουλός)] … Dictionary of Greek
καλύτερος — η, ο πιο καλός, σε σύγκριση με κάποιον άλλο. επίρρ... καλύτερα 1. πιο καλά, προτιμότερα («καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή, παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή») 2. φρ. α) «είμαι καλύτερα» ή «πάω καλύτερα» βελτιώνεται η υγεία μου ή η κατάστασή… … Dictionary of Greek
λάφρος — το 1. ελαφρότητα, αλαφράδα 2. ανακούφιση. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το λαφρός κατά τα ουδ. ουσ. σε ος που δηλώνουν ιδιότητα (πρβλ. βάθ ος, βάρ ος)] … Dictionary of Greek
μακρουλός — ή, ό (Μ μακρουλός, ή, όν) μακρύς, επιμήκης, στενόμακρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρύς, κατά τα βαθ ουλός, παχ ουλός (< αρχ. επίθ. σε υλός, πρβλ. παχ υλός)] … Dictionary of Greek
νερουλός — ή, ό (Μ νερουλός, ή, όν) αυτός που περιέχει πολύ νερό ή ο ρευστός σαν νερό, υδαρής νεοελλ. αυτός που στερείται συνεκτικότητας, σωματικής ή πνευματικής ευρωστίας, πλαδαρός, νερουλιασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νερό + κατάλ. ουλός (πρβλ. βαθ ουλός, παχ… … Dictionary of Greek
παχουλός — ή, ό, ΝΜ (για πρόσ. και ζώα) λίγο παχύς, ευτραφής, γεμάτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παχύς + κατάλ. ουλός (πρβλ. βαθ ουλός)] … Dictionary of Greek