-
1 Βαθ'
-
2 Βᾶθ'
-
3 βαθ'
βᾶτε, βάζωspeak: fut ind act 2nd plβᾶται, βάζωspeak: fut ind mid 3rd sgβᾶτε, βαίνωwalk: aor imperat act 2nd plβᾶθι, βαίνωwalk: aor imperat act 2nd sg (doric)βᾶτε, βαίνωwalk: aor ind act 2nd pl (doric) -
4 βᾶθ'
βᾶτε, βάζωspeak: fut ind act 2nd plβᾶται, βάζωspeak: fut ind mid 3rd sgβᾶτε, βαίνωwalk: aor imperat act 2nd plβᾶθι, βαίνωwalk: aor imperat act 2nd sg (doric)βᾶτε, βαίνωwalk: aor ind act 2nd pl (doric) -
5 Βάθ'
Βατί, Βατίςskate: fem voc sg -
6 βάθ'
βάτα, βάτηςone that treads: masc voc sgβάτα, βάτηςone that treads: masc nom sg (epic)βάται, βάτηςone that treads: masc nom /voc plβάτᾱͅ, βάτηςone that treads: masc dat sg (doric aeolic)βάτα, βάτονblackberry: neut nom /voc /acc plβάτε, βάτος 1bramble: fem voc sgβάτε, βάτος 2fish: masc voc sg -
7 βάσσος
Grammatical information: n.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: Schwyzer RhM 81, 199f. (who rejects the accentuation βᾶσσος) proposes *βάθ-σος (on the suffix Schwyzer 513). Beside βῆσσα we have Dor. βᾶσσα, so the word could be a variant of βῆσσα if this word is Pre-Greek.. Unclear DELG. From this word Lat. bassus `lowly' Kretschmer Glotta 22, 258f.; quite uncertain. - S. βῆσσα und βαθύς.Page in Frisk: 1,224-225Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > βάσσος
См. также в других словарях:
Βᾶθ' — Βατί , Βατίς skate fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βᾶθ' — βᾶτε , βάζω speak fut ind act 2nd pl βᾶται , βάζω speak fut ind mid 3rd sg βᾶτε , βαίνω walk aor imperat act 2nd pl βᾶθι , βαίνω walk aor imperat act 2nd sg (doric) βᾶτε , βαίνω walk aor ind act 2nd pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βάθ' — Βατί , Βατίς skate fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάθ' — βάτα , βάτης one that treads masc voc sg βάτα , βάτης one that treads masc nom sg (epic) βάται , βάτης one that treads masc nom/voc pl βάτᾱͅ , βάτης one that treads masc dat sg (doric aeolic) βάτα , βάτον blackberry neut nom/voc/acc pl βάτε ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-τα — κατάλ. τού πληθ. αριθμού τών περιττοσύλλαβων ουδ. ονομάτων σε α, ατος (πρβλ. ὄνομα, ὀνόματος) η οποία χρησιμοποιήθηκε αναλογικά για τον σχηματισμό παρλλ. επεκταμένων τ. πληθ. αριθμού ισοσύλλαβων ουδ. ήδη τής Αρχαίας Ελληνικής (πρβλ. προσώπα τα:… … Dictionary of Greek
ζάβουλος — ο κουτός, βλάκας, ευήθης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζαβός + κατάλ. ουλος (πρβλ. βαθ ουλός, παχ ουλός)] … Dictionary of Greek
καλύτερος — η, ο πιο καλός, σε σύγκριση με κάποιον άλλο. επίρρ... καλύτερα 1. πιο καλά, προτιμότερα («καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή, παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή») 2. φρ. α) «είμαι καλύτερα» ή «πάω καλύτερα» βελτιώνεται η υγεία μου ή η κατάστασή… … Dictionary of Greek
λάφρος — το 1. ελαφρότητα, αλαφράδα 2. ανακούφιση. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το λαφρός κατά τα ουδ. ουσ. σε ος που δηλώνουν ιδιότητα (πρβλ. βάθ ος, βάρ ος)] … Dictionary of Greek
μακρουλός — ή, ό (Μ μακρουλός, ή, όν) μακρύς, επιμήκης, στενόμακρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρύς, κατά τα βαθ ουλός, παχ ουλός (< αρχ. επίθ. σε υλός, πρβλ. παχ υλός)] … Dictionary of Greek
νερουλός — ή, ό (Μ νερουλός, ή, όν) αυτός που περιέχει πολύ νερό ή ο ρευστός σαν νερό, υδαρής νεοελλ. αυτός που στερείται συνεκτικότητας, σωματικής ή πνευματικής ευρωστίας, πλαδαρός, νερουλιασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νερό + κατάλ. ουλός (πρβλ. βαθ ουλός, παχ… … Dictionary of Greek
παχουλός — ή, ό, ΝΜ (για πρόσ. και ζώα) λίγο παχύς, ευτραφής, γεμάτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παχύς + κατάλ. ουλός (πρβλ. βαθ ουλός)] … Dictionary of Greek