Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

απλώνω

  • 1 απλώνω

    1. μετ.
    1) раскладывать; развёртывать; рассти- ать (для просушки); 2) вывешивать, развешивать (для просушки); 3) протягивать, простирать (руки); раскрывать объятия); вытягивать (ноги); расправлять (крылья); 4) поднимать (паруса);

    § απλώνω τίς δουλειές μου — расширять круг своих занятий;

    άπλωνε τα πόδια σου κατά το πάπλωμα σου посл, по одёжке протягивай ножки;

    απλώνω χέρι πάνω σε κάποιον — поднимать руку на кого-л.;

    2. αμετ.
    1) расстилаться; простираться; распространяться; άπλωσε η φωτιά пожар распространился; 2) тянуться (за чём-л.); протягивать руку (к чему-л.);

    μην απλώνεις στο τραπέζι — не трогай ничего на столе;

    § έχει τραχανά απλωμένο ирон. а) ему некогда;
    б) ему трын-трава; ему безразлично;

    απλώνομαι

    1) — расстилаться, простираться; — распространяться;

    2) развернуться (в делах);
    3) располагаться, лежать свободно, широко

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > απλώνω

  • 2 απλώνω

    [аплоно] ρ развертывать, развешивать.

    Эллино-русский словарь > απλώνω

  • 3 αρίδα

    1) сверло, бурав;
    2) шутл, ноги;

    ξαπλώνω τίς αρίδες μου — вытягивать ноги;

    μάζεψε τίς αρίδες σου — подбери ноги;

    § απλώνω ( — или τεντώνω) την αρίδα μου — растянуться лентяе и бездельнике)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > αρίδα

  • 4 βαθύς

    (ε)ιά, ύ [εία, ύ ]
    1) в разн. знач глубокий;

    βαθειά πληγή — глубокая рана;

    βαθύ φθινόπωρο — глубокая осень;

    βαθύ γήρας — или βαθιά γεράματα — глубокая старость;

    βαθιά μετόπισθεν — глубокий тыл;

    βαθύς ύπνος — глубокий сон;

    βαθειά σιγή — глубокое молчание;

    βαθύ μυστήριο — глубокая тайна;

    βαθύ πένθος — глубокий траур;

    βαθιά συγκίνηση (λύπη) — глубокое волнение (горе);

    βαθ(ε)ιές γνώσεις — глубокие знания;

    βαθ(ε)ιά σκέψη — глубокая мысль;

    βαθό μυαλό — глубокий ум;

    απλώνω βαθιές ρίζες прям., перен. — пускать глубокие корни;

    στα βαθιά — на большой глубине;

    2) удобный, мягкий (о мебели);
    3) тёмный (о цвете)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > βαθύς

  • 5 γέφυρα

    η прям., перен. мост;

    πλωτή γέφυραпонтонный мост κρεμαστή (κινητή) γέφυρα — висячий (разводной) мосг;

    αίρομένη ( — или σηκωτή) γέφυρα — подъёмный мост;

    εναέριος γέφυρα — воздушный мост;

    γέφυρα του καπετάνιου — капитанский мостик;

    κάνω ( — или κατασκευάζω) γέφυρα — строить мост;

    σηκώνω τη γέφυραподнять или

    развести мост;

    απλώνω γέφυρα перен. — наводить мосты;

    η πολιτική των γεφυρών политика наведения мостов

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > γέφυρα

  • 6 ζωνάρι

    τό
    1) кушак, пояс (широкий); 2):

    ζωνάρι βαρελιού — об' руч бочки;

    § ζωνάρι τ'ούρανού ( — или της Παναγίας, της κυράς, της καλογριάς) — радуга;

    απλώνω το ζωνάρι μου — распоясываться, распускаться;

    έχω κρεμάσει το ζωνάρι μου (γιά καυγά) — затевать ссору, драку

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ζωνάρι

  • 7 ρίζα

    η
    1) е рази. знач корень;

    ρίζες τού δέντρου — корни дерева;

    έχει εκατόν ρίζες εληές — у него сто корней маслины, сто оливковых деревьев;

    ρίζα του δοντιού — корень зуба;

    ρίζα της λέξης — корень слова;

    ρίζα του κάκου — корень зла;

    τετραγωνική (κυβική) ρίζα — квадратный (кубический) корень;

    βγάζω ( — или εξάγω) τη ρίζα — извлекать корень;

    πιάνω ( — или απλώνω) ρίζα — пускать корни;

    χτυπώ το κακό στη ρίζα — или κόβω το κακό απ' τη ρίζα — пресекать зло в корне;

    έχω βαθειές ρίζες — иметь глубокие корни;

    2) перен. основание, база;

    ρίζα του βουνού — подножие горы;

    3) мат., хим. радикал

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ρίζα

См. также в других словарях:

  • απλώνω — απλώνω, άπλωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • απλώνω — (AM ἁπλῶ, όω) [απλούς ( όος)] αναπτύσσω, ξεδιπλώνω, ανοίγω νεοελλ. Ι. εκθέτω στο ύπαιθρο πράγματα νωπά ή υγρά για να στεγνώσουν II. φρ. 1. «απλώνω την αρίδα μου» επαναπαύομαι, αδιαφορώ τελείως 2. «απλώνω το χέρι πάνω σε κάποιον» σηκώνω το χέρι… …   Dictionary of Greek

  • απλώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος, ως μτβ. 1. ξεδιπλώνω: Άπλωσε στο τραπέζι το καινούριο τραπεζομάντιλο. 2. αφήνω κάτι στο ύπαιθρο, για να στεγνώσει: Άπλωσαν τη σταφίδα, για να ξεραθεί. 3. τεντώνω: Άπλωσε το χέρι του, για να τον χαϊδέψει· ως αμτβ. 4.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παραπλώνω — απλώνω κάτι περισσότερο από όσο πρέπει …   Dictionary of Greek

  • ορέγομαι — (ΑΜ ὀρέγω, ὀρέγομαι) επιθυμώ πολύ, ποθώ, λαχταρώ (α. «κι όσοι ορεγόνταν γράμματα και μάθηση και γνώση», Ζέρβ. β. «εἰς τόπον ὅπου ὀρέγεσαι νὰ ἐσμίξετε οἱ δύο», Χρον. Μορ. γ. «καὶ ὀρέγηται τοιοῡτος γενέσθαι», Πλάτ.) αρχ. 1. ενεργ. ὀρέγω α) εκτείνω …   Dictionary of Greek

  • εφαπλώ — και εφαπλώνω (ΑΜ ἐφαπλῶ, όω) απλώνω κάτι επάνω σε κάτι άλλο («στῆθος ἐφαπλώσας... ὄχθης», Νόνν.) μσν. 1. (για πουλί) ξετυλίγω τα φτερά μου 2. (νομ.) συντελώ 3. ξαπλώνω κάποιον κάτω («ἐφαπλοῑ ὁ ἵππος τὸν ἀναβάτην», Δούκ.) μσν. αρχ. 1. διαχέω,… …   Dictionary of Greek

  • ξαπλώνω — (Μ ξαπλώνω) εκτείνω, απλώνω κάτι σε πλάτος και σε μήκος («ξαπλώνω την αρίδα μου» κάθομαι νωχελικά και αναπαύομαι) νεοελλ. 1. χτυπώ κάποιον με όπλο ή με τα χέρια και τόν ρίχνω κάτω, καταρρίπτω, φονεύω ή πληγώνω («με μια πιστολιά τόν ξάπλωσε στο… …   Dictionary of Greek

  • πετάννυμι — και πεταννύω, ΜΑ 1. απλώνω, ανοίγω, εκτείνω (α. «εἵματα... πέτασαν παρὰ θῑν ἁλός», Ομ. Οδ. β. «ὁ ἄνθρωπος τὰς χεῑρας πετάσας», Πορφ.) 2. θρησκ. υψώνω τα χέρια σε στάση ικεσίας 3. υψώνω το βλέμμα προς τον ουρανό («εἰς τὸν οὐρανὸν πετάσας τὸ ὄμμα… …   Dictionary of Greek

  • απλοχερίζω — 1. απλώνω το χέρι για να πιάσω κάτι 2. απλώνω το χέρι για να χτυπήσω κάποιον 3. δίνω ελεημοσύνη σε κάποιον …   Dictionary of Greek

  • εκπεταννύω — ἐκπεταννύω και ἐκπετάννυμι (AM) I. 1. (για φτερά πουλιού, πανιά πλοίου κ.λπ.) απλώνω, ανοίγω 2. (για πανιά πλοίου) ανοίγω πανιά πλοίου για να αποπλεύσει αρχ. 1. (για δίχτυ) απλώνω, ρίχνω 2. προβάλλω προς τα έξω 3. φρ. «στέφος ἐξεπέτασσε» σκόρπισε …   Dictionary of Greek

  • εκτείνω — (AM ἐκτείνω) 1. τείνω προς τα έξω, τεντώνω, απλώνω νεοελλ. 1. επεκτείνω, μεγαλώνω 2. βγαίνω από τα όρια ενός θέματος («εξετάθη σε επουσιώδη») 3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) εκτεταμένος αυτός που καταλαμβάνει μεγάλη έκταση («εκτεταμένη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»