Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

βαϑέως

См. также в других словарях:

  • βαθέως — indeclform (adverb) βαθύς deep adverbial (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • глоубоко — (12) нар. к глѹбокыи. 1.В 1 знач.: нѣции источници водъ ѿ земныхъ ˫адръ исходѩще. ѡви ѹбо равно с землею истицаю(т)… ѡви же зѣло глубоко. сих же водъ по равну (βαθέως) ЖВИ XIV–XV, 61г. 2. Во 2 знач.: стръганъ бы(с) по ребромъ глѹбоко. и мечи… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • βαθύς — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 30 μ., 577 κάτ.) της Καλύμνου. Βρίσκεται στα ανατολικά παράλια του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καλυμνίων του νομού Δωδεκανήσου. * * * βαθιά, βαθύ (AM βαθύς, εῑα, ύ). Ι. 1. αυτός που έχει βάθος ή βρίσκεται σε… …   Dictionary of Greek

  • εξάλλομαι — ἐξάλλομαι (Α) [άλλομαι] 1. πηδώ προς τα εμπρός («ἐμμεμαὼς [λέων] βαθέως ἐξάλλεται αὐλῆς», Ομ. Ιλ.) 2. τινάζομαι από τη θέση μου 3. (για ψάρι) πηδώ έξω από το νερό 4. (για μέλος τού σώματος) εξαρθρώνομαι 5. (για τροχό) τινάζομαι έξω από τον άξονα… …   Dictionary of Greek

  • παχύς — ιά, ύ και παχιός, ιά, ιό / παχύς, εῑα και ιων. τ. έα, ύ, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει αρκετό ή υπερβολικό πάχος, χοντρός 2. (για πρόσ. και ζώα) (στην κυριολ. και μτφ.) αυτός που έχει πολύ λίπος στο σώμα του, παχύσαρκος νεοελλ. 1. (για μουστάκι) πυκνό 2 …   Dictionary of Greek

  • κρινοειδή — (crinoidea). Ομοταξία θαλάσσιων εχινοδέρμων, η οποία περιλαμβάνει πολλά απολιθωμένα είδη του παλαιοζωικού και του μεσοζωικού αιώνα και λίγα σύγχρονα είδη, τα οποία ζουν κυρίως σε μεγάλα βάθη. Πρόκειται για οργανισμούς με πεντακτινωτή συμμετρία,… …   Dictionary of Greek

  • Μεγανησίου, δήμος — Δήμος (1.092 κατ.) του νομού Λευκάδος, που ανασυστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Κατωμερίου, Βαθέως και Σπαρτοχωρίου, οι οποίες καταργήθηκαν. Έδρα του δήμου ορίστηκε ο οικισμός Κατωμέρι …   Dictionary of Greek

  • Ριτσώνα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 170 μ.), στην πρώην επαρχία Χαλκίδας, του νομού Ευβοίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βαθέως …   Dictionary of Greek

  • ՎԱՂ — ( ) NBH 2 0771 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 7c, 8c, 9c, 10c, 11c, 14c մ. πάλαι antiquitus, ante, jam, olim θᾶττον cito. (լծ. եւ յն. բա՛լէ. ար. պալատէ. թ. էվվէլ.) Կանխաւ. արդէն. յառաջ. ʼի բազում ժամանակաց հետէ. եւ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»